Μεταστροφές στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 31


https://orthodoxsmile.blogspot.com

Orthodox Smile

Ορθοδοξία









Μεταστροφές στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 31


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://orthodoxsmile.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ ​



«Νιώθω μέσα στην ψυχή μου πείνα και δίψα για το Θεό»
Συνομιλία με ένα μουσουλμάνο, που ασπάστηκε το χριστιανισμό
Ραλούκα Τενεσεάνου

«Όταν πρωτοήρθα σε μια ορθόδοξη εκκλησία, το έκανα μόνο για να δω μια αλλιώτικη παράδοση. Αλλά, όταν ξαναήλθα στην ορθόδοξη εκκλησία (τη ρωσική, στο Σαν Φρανσίσκο), μου συνέβη κάτι που δεν είχα βιώσει ξανά σε βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό. Κάτι στην καρδιά μου μού έλεγε, ότι ήμουν στο σπίτι, ότι όλες οι αναζητήσεις μου, είχαν τελειώσει». Αυτά, είναι τα λόγια, ενός από τους μεγάλους πατέρες της εποχής μας, του πατρός της αγίας ζωής – ιερομονάχου Σεραφείμ (Ρόουζ), που έζησε στην Αμερική, στο μοναστήρι του Αγίου Γερμανού στην Πλάτινα της Καλιφόρνια. Ο σημερινός συνομιλητής μας, Αλέξιος, είναι πρώην μουσουλμάνος, ο οποίος, όπως κι ο πατέρας Σεραφείμ, έψαχνε την αλήθεια εδώ και πολύ καιρό. Και από τη στιγμή, που ανακάλυψε το Χριστό μέσα στον εαυτό του, φθάνοντας μέσω της ορθής πίστης σ' Αυτόν, στην Ορθοδοξία, κατανόησε τα λόγια του Σωτήρα: «η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Κατά Ιωάννην, Κεφ.8: 32). Αν και ο Αλέξιος έγινε ορθόδοξος μόλις πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία μόλις 40 ετών, εντυπωσιάζει με την αθωότητα της πίστης του, μια ειλικρινή αγάπη για τον πλησίον του και για το Σωτήρα Χριστό.


– Γεννήθηκα μουσουλμάνος, ως παιδί έμεινα πεντάρφανος και μεγάλωσα με τα αδέλφια μου. Αυτά, είχαν αντίθετη ιδιοσυγκρασία από τη δική μου. Τους άρεσε να είναι έξω, στην κοινωνία, εγώ ήμουν απόκοσμος και κλειστός στον εαυτό μου. Δεν ήξερα καν για τον Κύριο, το Χριστό, αλλά όταν άκουσα το λόγο του Θεού, άρχισα να μουδιάζω, να ψάχνομαι. Τον έψαχνα πάρα πολύ. Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να καταλάβω πού ήταν η αλήθεια και έψαχνα την αλήθεια, αλλά δεν ήξερα πού να τη βρω. Έχασα την ηρεμία μου, ανησυχούσα, δεν ήξερα πού να πάω, δεν ήξερα τι να κάνω για να βρω την αλήθεια. Μέσα στην άγνοιά μου, προσευχήθηκα, «Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω την αλήθεια!» Σε ηλικία 20 ετών, βιώνοντας μια βαριά θλίψη, βρήκα το Σωτήρα Χριστό – ή, πιο ορθά, Αυτός με βρήκε. Τότε, αγόρασα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, το βιβλίο «Η πορεία προς το Χριστό» – ένα βιβλίο που άλλαξε τη ζωή μου. Λίγα χρόνια αργότερα, διάβασα τη Βίβλο. Αν και εντυπωσιάστηκα πολύ με την Καινή Διαθήκη, γιατί ανακάλυψα ξανά τον εαυτό μου σε αυτό το βιβλίο, ωστόσο ακόμα δεν έφτασα άμεσα στην Ορθοδοξία. Ήθελα κάτι, που να επιβεβαιώνει, ότι η αλήθεια βρίσκεται στην Ορθοδοξία. Κι ο Θεός, μου έδειξε πού είναι η αλήθεια, πέρυσι, στην αναταραχή που δημιουργήθηκε στα μέσα ενημέρωσης λόγω του προβλήματος των βιομετρικών εγγράφων. Γνώριζα πολύ καλά την Καινή Διαθήκη, γιατί την είχα διαβάσει πολλές φορές και είδα ότι οι προφητείες της Αποκάλυψης εκπληρώνονται σήμερα. Θεώρησα, ότι αυτό ήταν το σημάδι που περίμενα. Όταν ήμουν νεότερος, ένας μοναχός μου έδωσε ένα βιβλίο, «Μην απαρνηθείτε τον Χριστό», γραμμένο από έναν μοναχό από το Άγιον Όρος. Αυτό το βιβλίο περιγράφει τα γεγονότα, που όλοι βιώνουμε σήμερα και τα οποία προετοιμάζονται για τον ερχομό του Αντιχρίστου και το σφράγισμα με το σημάδι του θηρίου. Έτσι, μετά την επιβεβαίωσή τους, έγινα ορθόδοξος και βαφτίστηκα.

– Έψαξες την αλήθεια και αλλού;

– Έχω διαβάσει πολλά για τη γιόγκα. Αλλά συνειδητοποίησα, ότι αυτή είναι μια μεγάλη παραπλάνηση, επειδή υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της γιόγκα και των θεϊκών διδασκαλιών της Αγίας Γραφής. Τη γιόγκα μόνο τη μελέτησα, ο Σωτήρας Χριστός με έσωσε από αυτή την εξάσκηση.

– Πώς συνέβη ο ερχομός σου στην πίστη;

– Όταν συνειδητοποίησα, πού ήταν η αλήθεια, πήγα στον πατέρα Αρσένιο (Παπατσιόκ) στο Τεκιργκιόλ (κοντά στην Κωστάντζα της Ρουμανίας) και μίλησα με αυτόν τον άγιο άνθρωπο εκεί. Μου δίδαξε τι έπρεπε να κάνω. Μου είπε να μιλήσω με τον ιερέα της ενορίας στην οποία ανήκω. Ακολούθησα τη συμβουλή του πατρός Αρσενίου και κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής βαφτιστήκαμε εγώ και η κόρη μου. Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία πολύ πριν βαφτιστώ. Άκουγα τις ιερές ακολουθίες, αλλά δεν έκανα το σταυρό μου. Πίστευα ότι, ως μουσουλμάνος, δεν έπρεπε να βάλω πάνω μου το σημείο του σταυρού. Ο σατανάς με παρέσυρε με αυτή τη σκέψη και μόνο μετά το βάπτισμα άρχισα να κάνω το σταυρό μου.

– Άλλαξε η πνευματική σου κατάσταση μετά το βάπτισμα;

– Φυσικά, νιώθω ότι ο Κύριος Χριστός είναι μαζί μου και με βοηθά. Τώρα νηστεύω, προσεύχομαι πρωί και βράδυ, και βλέπω ότι, οτιδήποτε ζητώ από το Σωτήρα μου, με ακούει και εκπληρώνει την προσευχή μου. Πρόσφατα, ο Θεός ήθελε να δοκιμάσει την πίστη μου μέσω της συζύγου μου, η οποία υπέφερε από μια ασθένεια. Προσευχήθηκα για την υγεία της και τη θεράπευσε. Κοιτάζοντας πίσω σε αυτά τα 20 χρόνια αναζήτησης, βλέπω ότι ο Θεός δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Την εποχή που ήμουν μουσουλμάνος, δεν διάβαζα τις προσευχές που γνωρίζουν όλοι οι χριστιανοί, όπως το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», αλλά προσευχήθηκα όπως μου υπαγόρευε η καρδιά μου – και κάθε φορά, ο Θεός εκπλήρωνε το αίτημά μου. Σήμερα, πολλοί προσεύχονται στο Θεό για να τους δώσει Αυτός χρήματα, ευημερία ή ζητούν τέτοια πράγματα που είναι απαράδεκτα γι Αυτόν. Κι εγώ προσεύχομαι να δίνει υγεία, σε μένα και την οικογένειά μου και να μας κρατήσει σταθερούς στην ορθή πίστη, ώστε να μην παρεκκλίνουμε από αυτήν. Στις εποχές που ζούμε, είναι σημαντικό να παραμείνουμε σταθεροί στην αληθινή πίστη.

– Πώς έγινε η βάπτισή σου;

– Ο ιερέας, στην εκκλησία όπου βαφτίστηκα, μου είπε να επιλέξω έναν άγιο του οποίου η μνήμη γιορτάζεται λίγο πριν από την ημέρα που θα τελεστεί το μυστήριο. Άρχισα να ανησυχώ: ποιον άγιο να επιλέξω ως προστάτη μου; Στις 17 Μαρτίου, λίγες μέρες πριν από το βάπτισμα, άκουσα κάποιους να μιλούν για τον άγιο Αλέξιο, έναν άνθρωπο του Θεού, με άγγιξαν η τέλεια ταπεινοφροσύνη και τα κατορθώματά του κι αποφάσισα να πάρω το όνομα Αλέξιος στο βάπτισμα. Το βάπτισμα έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία, φορούσα ένα λευκό πουκάμισο και ο ιερέας με βούτηξε στην κολυμβήθρα τρεις φορές. Δεν συνειδητοποίησα αμέσως τη σημασία αυτού του ιερού μυστηρίου, αλλά με την πάροδο του χρόνου ένιωσα την επίδραση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αλλάζεις σχεδόν τα πάντα, αλλά αυτή η αλλαγή συμβαίνει σταδιακά. Έχω μια τέτοια δίψα και πείνα για τον Θεό αυτή τη στιγμή, ώστε όταν πηγαίνω σε κάποιο ορθόδοξο βιβλιοπωλείο, μου φαίνεται, ότι θα αγόραζα όλα τα βιβλία εκεί. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη Βίβλο και κάθε φορά την κατανοώ όλο και πιο βαθιά. Υπάρχει κάποιο είδος μαγνήτη στην ψυχή μου που με προσελκύει προς το λόγο του Θεού…

– Μίλησες για το μυστήριο του βαπτίσματος. Πώς επηρέασαν την ψυχή σου τα μυστήρια της εξομολόγησης και της θείας κοινωνίας;

– Χωρίς εξομολόγηση και θεία κοινωνία, δεν μπορείς να φτάσεις στη Βασιλεία του Θεού. Εξαπατώνται, όσοι πιστεύουν, ότι πηγαίνοντας συχνά στην εκκλησία και κάνοντας καλές πράξεις, αυτό αρκεί για να σωθούν. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς αμαρτία και μόνο ο Σωτήρας, μας καθαρίζει με το αίμα και το σώμα Του, τα οποία λαμβάνουμε στη Θεία Κοινωνία. Ο Σωτήρας κατέβηκε στους ανθρώπους και μέσω της ενανθρώπισής Του, η σταύρωση και η ανάστασή Του μας απελευθέρωσαν από τα δεσμά της αμαρτίας. Αν Αυτός δεν είχε έρθει, θα είχαμε πεθάνει εν μέσω των αμαρτιών μας και θα ήμασταν σκλάβοι αυτών των αμαρτιών. Επομένως, η συχνή εξομολόγηση και κοινωνία είναι απαραίτητες για να απελευθερωθούμε από τα δεσμά των αμαρτιών, που μας κρατούν μακριά από τον Ύψιστο. Όσο πιο άξια λαμβάνεις τη θεία κοινωνία, τόσο καλύτερα καθαρίζεις τον εαυτό σου εσωτερικά. Η ψυχή είναι σαν αμπέλι: όσο καλύτερα την καθαρίζεις, τόσο πιο όμορφη είναι, τόσο καλύτερα μεγαλώνει. Όσο καλύτερα καθαρίζεις την ψυχή σου με την εξομολόγηση και την θεία κοινωνία, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι, ότι είσαι πιο σταθερός στην πίστη και πιο κοντά στο Χριστό. Μεγαλώνοντας με την πίστη, δεν σκέφτεσαι πλέον τόσο πολύ τα υλικά, αλλά βάζεις τα πνευματικά σε προτεραιότητα.

– Ο Χριστός, μας καλεί όλους στη σωτηρία. Αλλά, υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας, που δεν ακούνε το κάλεσμά Του...

– Έχω δει, ότι όταν ένα άτομο βρίσκεται σε στενοχώρια, τότε σκέφτεται περισσότερο για το Θεό. Ένα άτομο αναζητά τον Θεό, όταν επέρχεται η θλίψη πάνω του. Και γνωρίζω πολλούς ανθρώπους, που δεν πιστεύουν και λόγω των θλίψεων τους, έχουν αλλάξει εντελώς και έχουν γίνει καλοί χριστιανοί. Θα ήταν καλό, εάν οι πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα μας να κάνουν όλο και περισσότερους ανθρώπους να προβληματιστούν... αν σκέφτονταν τις εντολές του Θεού, θα έβλεπαν τη σχέση μεταξύ αυτών των καταστροφών και των μεγάλων αμαρτιών που συμβαίνουν μεταξύ των ανθρώπων, όπως της μοιχείας, της πορνογραφίας και της ομοφυλοφιλίας, που προκαλούν τη δίκαιη οργή του Θεού. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στη Βίβλο, από τα οποία βλέπουμε, ότι από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για ανυπακοή και για μια ζωή που περνούσαν στην ακολασία.

– Ποια παραβολή από την Καινή Διαθήκη σε εντυπωσιάζει περισσότερο;

– Μου αρέσει ιδιαίτερα η παραβολή των Δέκα Παρθένων: οι πέντε μυαλωμένες, που είχαν λάδι στα λυχνάρια τους και οι πέντε άμυαλες, που δεν είχαν λάδι στα λυχνάρια τους. Τα λυχνάρια είναι η πίστη και το λάδι είναι η προσευχή και οι καλές πράξεις. Εάν δεν έχεις λάδι στο λυχνάρι, δεν ανάβει. Δηλαδή, αν δεν κάνεις προσευχή και καλές πράξεις, δεν δίνεις ελεημοσύνη, δεν βοηθάς ένα άτομο που έχει πρόβλημα, η πίστη σου είναι νεκρή. Έτσι, πρέπει να προσευχόμαστε και να βοηθάμε όσους βρίσκονται κοντά μας να ρίξουν λάδι στο λυχνάρι τους. Αυτό το λάδι είναι το φως σου, που σε οδηγεί στο Χριστό. Η πίστη πρέπει να συνδυάζεται με προσευχή και καλές πράξεις. Με χαροποιεί, όταν ένας φτωχός έρχεται σε μένα και μου ζητάει κάτι, γιατί ανακαλύπτω το Χριστό μέσα του. Ο Σωτήρας, μας λέει ξεκάθαρα, τι θα ζητήσει Αυτός από εμάς την ημέρα της κρίσης: «Γιατί πεινούσα και μου δώσατε να φάω, διψούσα και μου δώσατε να πιώ, ήμουν ξένος και με δεχτήκατε, ήμουν γυμνός και με ντύσατε» (Κατά Ματθαίον, κεφ.25:35–36). Που σημαίνει, ότι αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να βοηθήσεις πολλούς.

– Πολλοί φοβούνται το τέλος του κόσμου, φοβούνται ότι δεν θα αντέξουν αυτή τη δοκιμασία. Εσύ;

– Δεν φοβάμαι το τέλος του κόσμου. Τουναντίον, τότε θα φανεί ποιος είναι στην ορθή πίστη και ποιος είναι στην Αλήθεια. Νομίζω ότι αν η ψυχή σου είναι αγνή και συμφιλιωμένη με το Θεό, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Τι ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως; «Ομολογώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Εκεί, στη Βασιλεία των Ουρανών, θα υπάρξει μια ζωή με τον Χριστό, φωτεινή, καθαρή και εντελώς διαφορετική από αυτή που ζούμε τώρα. Και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ελπίζουν σε αυτή τη ζωή. Γνωρίζω, ότι πολύ δύσκολες στιγμές θα έρθουν σύντομα. Θέλω, ο Θεός να μου δώσει τη δύναμη να γίνω ομολογητής όταν Αυτός το θελήσει. Ενόσω εγώ, εμβαθύνω την πίστη μου και μελετώ το Ευαγγέλιο, για να αντλήσω δύναμη και να ομολογήσω. Ξέρω, ότι δεν θα μπορέσω να το κάνω μόνος μου, αλλά μόνο εν μέσω της ενότητας, που δημιουργεί η Εκκλησία. Στην αποκάλυψη αναφέρεται, ότι όταν έρθει ο αντίχριστος, θα υποδυθεί το Σωτήρα και θα αποπλανήσει πολλούς. Αν ζω εκείνη την εποχή, θέλω να μου δοθεί η δύναμη να πω στους ανθρώπους, ότι ο αντίχριστος είναι ψεύτης, να τους πω ποια είναι η Αλήθεια.

– Έχεις ομολογήσει στα αδέλφια σου, ότι έχεις γίνει ορθόδοξος;

– Προετοιμάζομαι γι αυτή τη ώρα. Βλέπουν σταυρούς και εικόνες στο σπίτι μου και στο αυτοκίνητό μου, αλλά δεν τους έχω πει ακόμα για τη βάπτισή μου. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να τους πω για την αλλαγή μου, προς όφελός τους.

– Κι αν σε ρωτήσουν, θα το αρνηθείς αυτό;

– Όχι. Θα τους πω την αλήθεια πρόσωπο με πρόσωπο. Μάθετε, ότι θα έρθει η ώρα και ήδη δεν έμεινε πολύς καιρός γι αυτό, που πολλοί μουσουλμάνοι και εβραίοι θα έρθουν στην αλήθεια – στο Χριστό. Υπήρχαν ήδη, μερικοί άνθρωποι, μεταξύ αυτών των λαών, που δέχτηκαν την Ορθοδοξία – δεν είναι πολλοί, είναι αλήθεια, αλλά το βλέπω αυτό μόνο ως την αρχή. Προσεύχομαι στο Θεό να φωτίσει κι άλλους, όπως φώτισε κι εμένα και να τους οδηγήσει από το σκοτάδι στο Φως, από το θάνατο στη Ζωή.

Ραλούκα Τενεσεάνου









Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία μέσω των βιβλίων του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπιδρᾶ μέσῳ τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκος Δ. Παναγοπούλου: «Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκε τό Λεπροκομεῖο. Πηγαίνοντας ἀπό ἀσθενῆ σέ ἀσθενῆ, ἔλεγε λίγα λόγια καί ἔδινε καί κάτι. Παράλληλα, ὅμως, ἄφηνε καί ἀπό ἕνα βιβλίο του.
Ἕνας ἀσθενής, παίρνοντας, τά δῶρα του, εἶδε καί τό βιβλίο “Περί μετανοίας”... ἐνοχλήθηκε καί μέ ὕφος θυμωμένο λέει: 
—Δέν μοῦ χρειάζεται αὐτό. Πάρτο πίσω.
Ὁ Παναγόπουλος μέ καλωσύνη καί πραότητα, τοῦ ἀπαντᾶ:
—Ἀφοῦ δέν σοῦ χρειάζεται, πέταξέ το ἤ δῶσε το σέ κανένα ἄλλο. Ἐγώ δέν μπορῶ νά τό ξαναπάρω. Καί ἀμέσως ἔφυγε.
Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ξαναπῆγε, ἔδινε πάλι τά δῶρα του κλπ.. Φεύγοντας ἀπό ἕνα θάλαμο, τοῦ φωνάζει κάποιος:
—Κύριε Παναγόπουλε, σᾶς θέλω. 
Ὅταν πλησίασε κοντά του, ἐκεῖνος συνεχίζει:
—Περίμενα νά μέ ρωτήσετε τί ἔκανα τό βιβλίο τό ὁποῖο μοῦ δώσατε τήν προηγούμενη φορά, ἀλλά ἀφοῦ δέν μέ ρωτᾶτε ἐσεῖς, θά σᾶς πῶ ἐγώ. Μόλις φύγατε, τό πῆρα νά τό δώσω κάπου ἀλλοῦ ἤ νά τό πετάξω. Αἰσθανόμουν πολύ ἄσχημα ἀπέναντί σας, ἐπειδή νόμιζα ὅτι μέ εἴχατε προσβάλει μέ αὐτό τό βιβλίο. Παράλληλα, ὅμως, ἡ ἐμφανής καλωσύνη σας καί ἡ πραότητά σας, μοῦ ὑπεδείκνυαν νά τό διαβάσω καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά τό κάνω. Δέν σᾶς λέω πολλά, κύριε Παναγόπουλε, εὐεργέτα μου· δεχθῆτε μόνο ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Δοξάζω τό Θεό ὅλη τήν ὥρα, πού μ᾽ ἔστειλε ἐδῶ μέσα καί Τόν βρῆκα! Μακάρι νά μή ξαναβγῶ ποτέ ἔξω, μή τυχόν καί Τόν ἀρνηθῶ πάλι. Δόξα Τῷ Θεῷ! Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐξομολόγησι»(ΜΓ, 95).

«Ὁ ἀδελφός τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα Δημητρίου Παναγοπούλου, Σωτήριος, ἀξιωματικός τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ὑπηρετοῦσε σέ μία ἀκριτική περιοχή τῆς Ἑλλάδος καί ἔμενε σέ μιά κωμόπολι. Ἕνα ἀπόγευμα πῆγε στήν Ἐκκλησία γιά τόν Ἑσπερινό. Ὅταν τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, ἐκεῖνος ἔφευγε γιά τό σπίτι του, ἐνῶ ὁ Ἱερεύς βρισκόταν ἀκόμη στό Ἱερό. Στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ εὑρισκόμενος ὁ ἀξιωματικός, βλέπει νά καταφθάνη ἕνα νεαρό ζεῦγος καί μέ ἀγωνία νά ρωτοῦν: 
—Εἶναι ὁ Ἱερεύς ἐδῶ;
Τούς βεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀκόμη μέσα καί τότε ἐκεῖνοι ἀνέπνευσαν ἀνακουφισμένοι. Καί τότε, μέχρι νά τελειώση ὁ Ἱερεύς κάτι πού ἔκανε καί νά βγῆ ἀπό τό Ἱερό, λένε στό Σωτήριο:
—Ξέρετε, μένουμε μακρυά στό τάδε μέρος, στά σύνορα, εἴμασθε τελωνειακοί ὑπάλληλοι. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε συγκοινωνία καί μόνο μέ ἰδιωτικό αὐτοκίνητο μποροῦμε νά ἔλθουμε, ἀλλά ὄχι ὅποτε θέλουμε, διότι δέν ἔχουμε δικό μας. Ἤλθαμε ἄλλες δύο φορές καί δέν προφθάσαμε τόν Ἱερέα, γι᾽ αὐτό τώρα εἴχαμε τόση ἀγωνία. Ξέρετε τί μᾶς συμβαίνει;, συνέχισε ὁ τελωνειακός: Κάποια μέρα, ἐνῶ βαδίζαμε σ᾽ ἕνα δρόμο, πέρασε ἕνα ἐκδρομικό ποῦλμαν, γιατί συγκοινωνία δέν ὑπάρχει ἐκεῖ καί κάποιος μᾶς πέταξε ἕνα βιβλιαράκι. Τό πήραμε καί τό διαβάσαμε, ἀλλά τρελλαθήκαμε ἀπό τήν στενοχώρια μας, διότι ἐξ αὐτοῦ καταλάβαμε ὅτι εἴμασθε πολύ ἁμαρτωλοί καί πρέπει τό ταχύτερον νά ἐξομολογηθοῦμε, μή τυχόν καί πεθάνουμε καί κολασθοῦμε.
Καί βγάζοντας ἡ κυρία τό βιβλιαράκι ἀπό τήν τσάντα της, λέει:
—Νά, αὐτό εἶναι πού μᾶς ἄνοιξε τά μάτια.
Ἔκπληκτος τότε ὁ Σωτήριος βλέπει τό βιβλίο τοῦ ἀδελφοῦ του Περί Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως! Συγκινήθηκε, ρίγησε, δέν τούς ἀποκάλυψε, ὅτι ἦταν ἀδελφός τοῦ συγγραφέα καί τούς προέτρεψε νά κάνουν αὐτό τό ὁποῖο ἀποφάσισαν»(ΜΓ, 94).

«Κάποτε ἄλλοτε πάλι, ὁ λαϊκός ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, ἑτοίμαζε ἕνα πακέτο μέ βιβλία νά τό στείλη στήν Αὐστραλία. Δέν τό εἶχε ἀκόμη δέσει, ὅταν ἀπό τό τυπογραφεῖο τοῦ πῆγαν τά πρῶτα βιβλία “Περί Μοναχισμοῦ”. Παίρνει δύο ἀπ᾽ αὐτά καί τά βάζει στό πακέτο. Σκέπτεται, ὅμως, ὅτι τέτοιου εἴδους βιβλία δέν χρειάζονται ἐκεῖ καί τά ξαναβγάζει, ἀλλά κάτι μέσα του τοῦ ἔλεγε νά τά στείλη καί αὐτά. Τά ξαναπαίρνει, τά βάζει στό πακέτο καί τά ταχυδρομεῖ. Ὅταν ὁ παραλήπτης ἔλαβε τό πακέτο καί τό πῆγε στό σπίτι του, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία τό ἄνοιγε βρισκόταν ἐκεῖ κι ἕνας νεαρός φίλος του. Εἶδε ὅλα τά βιβλία καί θέλησε νά χαρίση καί σ᾽ αὐτόν ἕνα, ὁπότε παίρνει τό ἕνα “Περί Μοναχισμοῦ” καί τοῦ τό δίνει. Στή συνέχεια παίρνει καί τό ἄλλο καί τό δίνει καί αὐτό λέγοντάς του:
—Πάρε το καί δῶσε το ὅπου θέλεις. 
Τά πῆρε ὁ φίλος του καί ἔφυγε. Κράτησε τό δικό του καί τό ἄλλο τό ἔδωσε σέ μιά γνωστή του κοπέλλα, Ἑλληνίδα. Ἀποτέλεσμα: Καί οἱ δύο ἔφυγαν γιά τήν Ἑλλάδα καί σήμερα βρίσκονται σέ Μοναστήρια, δοξολογοῦντες τόν Κύριο νυχθημερόν, πού διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς κάλεσε κοντά Του καί, μάλιστα, νά γίνουν καί Μοναχοί!»(ΜΓ, 95).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>










Η μεταστροφή ενός Ρώσου στρατιωτικού από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού καί μία μεταστροφή ἀπό τό Σοβιετικό block: «Ἔφευγε ὁ νεαρός ἀξιωματικός μέ τή μονάδα του γιά τό Ἀφγανιστάν. Ἕνα βράδυ, τίς παραμονές τῆς ἀναχωρήσεώς του, συγκεντρώθηκαν στό σπίτι του συγγενεῖς καί φίλοι νά τόν ἀποχαιρετίσουν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἕνα ἱερέας, ξάδελφος τοῦ ἀξιωματικοῦ.
Πρός τό τέλος τῆς οἰκογενειακῆς αὐτῆς συγκεντρώσεως ὁ ἱερέας ζήτησε μέ τρόπο ἀπό τόν ἀξιωματικό νά τοῦ γράψη τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἀνδρῶν τούς ὁποίους διοικοῦσε, γιά νά τά μνημονεύη κάθε μέρα στή θ. Λειτουργία. Ὁ ἀξιωματικός στήν ἀρχή ξαφνιάσθηκε καί στή συνέχεια φάνηκε πώς πῆγε νά προβάλη κάποια ἀντίρρησι. Ἴσως ἀπό εὐγένεια, ἤ ἴσως βλέποντας τήν ἤρεμη μά ἀποφασιστική ματιά τοῦ ἱερέα, συγκρατήθηκε. Ἔγραψε τά ὀνόματα τῶν ἀνδρῶν τῆς μικρῆς μονάδος τήν ὁποία διοικοῦσε καί, χωρίς ἐνθουσιασμό, τά ἔδωσε στόν ξάδελφό του ἱερέα.
Ἡ μονάδα αὐτή ἔλαβε μέρος σέ πολλές πολύνεκρες συγκρούσεις μέ Ἀφγανούς ἀντάρτες. Κι ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἔτσι πού ἔβλεπε ὁ νεαρός ἀξιωματικός ζωντανούς τούς ἄνδρες του μετά ἀπό κάθε μάχη, ἄρχισε νά συνειδητοποιῆ πώς αὐτόν καί τή μονάδα του τούς θωράκιζε ἡ προσευχή τοῦ ἱερέα. Μιά δύσκολη στιγμή ἦταν πού, μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν ἐκρήξεων, φώναξε αὐθόρμητα στούς ἄνδρες του: “Ἱερέας προσεύχεται γιά μᾶς· μή φοβᾶσθε”.
Ἡ περιπέτεια τοῦ Ἀφγανιστάν κάποτε τελείωσε, καί τελείωσε μέ βαρύ τίμημα γιά τούς σοβιετικούς. (Δεκαπέντε χιλιάδες οἱ νεκροί καί τριάντα χιλιάδες οἱ τραυματίες. Εἶναι ἀριθμοί πού ἐπίσημα παραδέχεται ἡ σοβιετική πλευρά). Οἱ ἄνδρες τῆς μικρῆς μονάδος τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ ἐπέστρεψαν ὅλοι σῶοι στήν πατρίδα τους. Ὁ ἴδιος παραιτήθηκε πιά ἀπό τό στρατό. Τά χέρια πού κράτησαν φονικό ὅπλο, ἑτοιμάζονται τώρα νά κρατήσουν τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Ὁ πρώην ἀξιωματικός ἀπαρνήθηκε τά ἀξιώματα τοῦ κόσμου καί προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά νά δεχθῆ τό φοβερό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης»(ΟΓ, 1990-91, 63).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011




<>







Ένας ταξιτζής: Εγώ δεν πίστευα

Ὅπως ὄχι σπάνια, βιαστική ξεκινώντας τή μέρα, ἄπλωσα τό χέρι κάνοντας σῆμα νά σταματήση ταξί.
Μέριμνες, ἐπικείμενες συνεργασίες ἔσφιγγαν τό νοῦ καί τήν καρδιά μου.
Κάθισα στό κάθισμα ἀνακουφισμένη· εἶχα κερδίσει τουλάχιστον λίγα λεπτά τῆς ὥρας...
Εἶπα τόν προορισμό μου. Ὁ ὁδηγός, νεαρός ἀρκετά, ἔγνεψε καί μοῦ χαμογέλασε στόν καθρέφτη.
... “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις...”.
Ἔκλεισα τά μάτια μου κι ἀφέθηκα νά ἀκούω τόν ἐκκλησιαστικό σταθμό στό ραδιόφωνο τοῦ ταξί σάν μιά παρηγοριά, μιά ἐλπίδα, μιά ἐνίσχυσι στίς ἔγνοιες μου.
Τί ἔδωσε τήν ἀφορμή νά ποῦμε ἕνα λόγο μέ τόν ὁδηγό δέν πρόσεξα... δέν θυμᾶμαι.
Θυμᾶμαι τί μ᾽ ἔφερε σέ μιά τόσο ὄμορφη πραγματικότητα!
—Κυρία, ἐγώ δέν πίστευα. Ὁ Θεός ἔκανε στή ζωή μου ἕνα θαῦμα. Ἔνιωσα τήν ἀγάπη Του. Δέν ξέρω νά μιλάω γιά Ἐκεῖνον. Τί νά πῆς γιά ἕνα τόσο μεγάλο Θεό! Ἀπό τότε ὅμως Τοῦ εἶπα: “Νά μιλάω ἐγώ δέν μπορῶ. Θά ἔχω ὅμως συντονισμένο τό ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου μου στόν ἐκκλησιαστικό σταθμό καί θά μιλᾶς Ἐσύ! Αὐτό μπορῶ νά τό κάνω”.
Σταμάτησε νά μιλάη τό παλληκάρι κι ὁ ὄρθρος συνεχιζόταν ἁπαλά, παρακλητικά.
Ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωνή Του ἦταν τό κήρυγμα ἑνός διαφορετικοῦ ἱεραποστόλου.
Κι ὁ Θεός σίγουρα θά ἀνταποκρινόταν μυστικά καί στή δική του ψυχή καί σέ κάποιους πού Τόν ἀναζητοῦν καί παλεύουν.
Ἡ ἀμοιβή γιά τή διαδρομή συνοδεύτηκε μ᾽ ἕνα ἐγκάρδιο “εὐχαριστῶ”, μιά δοξολογία γιά τούς δρόμους πού ἀνοίγει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί μιά ἱκεσία νά πληθαίνουν οἱ ταπεινοί μάρτυρες τοῦ θείου ἐλέους!

E.


YT.


<>







Η μεταστροφή του μετέπειτα ιατρού και Επισκόπου Anthony Bloom από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού πῶς μᾶς ἀφηγεῖται τή μεταστροφή του ὁ μετέπειτα ἰατρός καί Ἐπίσκοπος Anthony Bloom: «Θυμᾶμαι ὅτι μοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου κάποτε, ὅταν γύρισα ἀπό διακοπές: 
—Ἀνησύχησα γιά σένα.
Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: —Νομίσατε ὅτι μοῦ συνέβη κάποιο ἀτύχημα;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε: —Αὐτό δέν θά εἶχε καμμιά σημασία, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχες σκοτωθῆ. Νόμιζα ὅτι εἶχες χάσει τήν ἀκεραιότητά σου»(ΑΒ, 9). 
«—Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;
—Αὐτό συνέβη σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί τρομερά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν ἐνδιαφερόμουνα γι᾽ Αὐτόν καί μισοῦσα ὅ,τι ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.
—῞Ολα αὐτά παρά τίς ἰδέες τοῦ πατέρα σας;
—Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουν ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό. Τά μέλη τῆς οἰκογενείας μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνον ὅταν ἔγινα δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μιά πραγματική εὐτυχία καί χαρά. Εἶναι πράγματι παράξενο νά σκέπτεται κανείς ὅτι, σέ ἕνα σπίτι μιᾶς συνοικίας τῶν Παρισίων, μποροῦσε νά ἀνακαλύψη μιά τέλεια εὐτυχία· καί, ὅμως, αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάστασι [τήν κομμουνιστική τοῦ 1917], ἀποκτήσαμε σπίτι.
Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό, πρέπει νά πῶ ὅτι συνέβη κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. ῞Οταν ἤμουν περίπου ἕνδεκα χρονῶν μέ ἔστειλαν σέ μιά θερινή κατασκήνωσι ἀγοριῶν, ὅπου συνάντησα ἕναν ἱερέα, πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρονῶν. Κάτι ἀπ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη τήν ὁποία σκορποῦσε στόν καθένα μας. Ἡ ἀγάπη του δέ αὐτή δέν εἶχε σχέσι μέ τό ἄν ἤμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν ἤμασθαν κακοί. Μποροῦσε ν᾽ ἀγαπάη χωρίς ὅρους. Ποτέ πρίν στήν ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Μέ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό εὕρισκα φυσικό. Ἐπίσης εἶχα φίλους, ἀλλά κι αὐτό ἦταν φυσικό. Τέτοια ἀγάπη δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμμιά ἐξήγησι σ᾽ αὐτό, ἁπλῶς βρῆκα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί συγχρόνως μοῦ ἄρεσε. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά εἶχα ἀνακαλύψει τό Εὐαγγέλιο, σκέφθηκα ὅτι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιά ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό αὐτό τόν ἴδιο. Μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη, ἤ ἄν προτιμᾶτε ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη του ἦταν τόσο βαθειά καί εἶχε τέτοιο στόχο καί τέτοιο ἄνοιγμα ὥστε μποροῦσε νά περιλαμβάνη ὅλους μας, εἴτε εἴμασθε χαρούμενοι εἴτε πονεμένοι, ἀλλά πάντοτε μέσα στήν ἴδια ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθειά πνευματική ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχα.
—Τί συνέβη μετά ἀπ᾽ αὐτό;
—Τίποτε. Γύρισα πίσω στό σχολεῖο, στό ὁποῖο ἤμουν ἐσωτερικός καί κάθε τι συνεχίσθηκε ὅπως καί πρίν, μέχρις ὅτου βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἵδια στέγη. ῞Οταν γεύθηκα τήν πλήρη εὐτυχία, συνέβη κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι, ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχη κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν θά μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ μιά ἄσκοπη εὐτυχία. Δυσκολίες καί βάσανα ἔπρεπε νά ὑπερνικηθοῦν, ὑπῆρχε, ὅμως, πάντοτε κάτι πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε τέτοιο νόημα καί ἐπειδή δέν πίστευα σέ τίποτε, ἡ εὐτυχία φαινόταν ἀνούσια. Ἀποφάσισα, λοιπόν, νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιά προθεσμία ἑνός ἔτους, νά ἀνακαλύψη ἄν ἡ ζωή εἶχε κανένα νόημα. Ἐάν δέ, στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δέν θά μποροῦσα νά βρῶ κάποιο νόημα ἀποφάσισα νά μήν συνεχίσω νά ζῶ πλέον, θά αὐτοκτονοῦσα.
—Καί πῶς λοιπόν βγήκατε ἀπό τήν κατάστασι αὐτῆς τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;
—Ἄρχισα νά ψάχνω γιά ἕνα ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο μποροῦσα νά βρῶ μέσα στή σκοπιμότητα. Τό νά σπουδάζη κανείς γιά νά γίνη χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθῆ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν χωρίς νόημα. ῎Ενοιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί κάθε τι γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.
Πέρασαν μῆνες καί κανένα νόημα δέν παρουσιάσθηκε στόν ὁρίζοντα. Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς —ἤμουνα τότε μέλος μιᾶς Ρωσικῆς ὀργανώσεως νέων στό Παρίσι— ἕνας ἀπό τούς ὑπευθύνους ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: 
—Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήση, ἔλα καί ἐσύ. 
Ἐγώ ἀπάντησα μέ φανερή ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα. Δέν χρειαζόμουν τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίσθηκε ἔξυπνα τήν ὑπόθεσι —μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀνῆκαν στήν ὁμάδα μου εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν ντροπή νά μήν πάη κανείς, γιατί ὁ ἱερέας εἶχε ἔλθει καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο, ἐάν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.
—Μήν τόν προσέχεις, εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, δέν μέ ἐνδιαφέρει, μόνον ἔλα γιά μιά τυπική παρουσία. Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἤμουν πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική ὀργάνωσί μας. ῎Ετσι παρέμεινα μέχρι τέλους τῆς διαλέξεως. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου, ὅμως, ἔπιαναν μερικές φράσεις καί ἀγανακτοῦσα περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάσθηκαν μέ τέτοιο τρόπο πού μοῦ ἦταν βαθύτατα ἀποκρουστικά. Ὅταν τελείωσε ἡ διάλεξι ἔτρεξα στό σπίτι μέ σκοπό νά ἐλέγξω, ἐάν ἦταν ἀλήθεια αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε Εὐαγγέλιο, γιατί ἤθελα νά διαπιστώσω ἐάν τό Εὐαγγέλιο θά ὑποστήριζε τήν τερατώδη ἐντύπωσι τήν ὁποία ἀπεκόμισα ἀπό τήν ὁμιλία. Δέν προσδοκοῦσα τίποτε καλό ἀπό τήν ἀνάγνωσί μου καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο, γιά νά μή χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον.
Ἐνῶ διάβαζα τήν ἀρχή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πρίν φθάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι στήν ἄλλη πλευρά τοῦ γραφείου μου ὑπῆρχε κάποιος. Καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ, ἕως τώρα, δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει. Αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν παρουσία Του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτά τά ὁποῖα τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή σταύρωσι τοῦ Προφήτου τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἀλήθεια, καί ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκηο ὅταν εἶπε: “Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι”(πρβλ. 15, 39). Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅτι τό κάθε τι ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια, ἀκριβῶς διότι τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο ἱστορικό γεγονός. Τήν ἱστορία ἤμουν ὑποχρεωμένος νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάστασι τή γνώριζα σάν γεγονός. Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας μέ τό πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιά ἱστορία, τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψη ἤ ὄχι. Ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός τό ὁποῖο παραμέριζε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας ἀκριβῶς διότι ἦταν μιά ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία»(ΑΒ, 11).

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Αθήνα 2011


<>











Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής διηγείται την μεταστροφή ενός αθέου προς την Θεία Εξομολόγηση και την Εκκλησία


«Διηγήθηκε ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς:
“Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στή Θεσ/νίκη. Πῆγα σ᾽ ἕνα ἐστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαϊκός...
—Λοιπόν, τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
—Γιά νά μήν μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
Σέ λίγο ἀπ᾽ τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στή Θεσ/νίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στό Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
—Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
—Ὄχι, ἀπαντῶ.
—Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾽ ἔκανες Χριστιανό.
—Δέν σέ θυμᾶμαι.
—Θυμᾶσαι κάποτε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
—Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
—Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στό λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρησι γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾽ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Πάτερ· ἐσύ μ᾽ ἔσωσες”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/04/blog-post_304.html).

YT,



<>










1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε

Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.

Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.

Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.

Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:

«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».

Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:

«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».

Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:

–  Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.

– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.

-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;

Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:

-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».

Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:

– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.

Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.

‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.

Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!

Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017






<>










Η μεταστροφή ενός αθέου αναρχικού στην Ορθόδοξη Πίστη μέσω ποιημάτων μετά από συνάντηση με τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (+1991)

Ὅταν ἤμουν 20 χρόνων ἀγαπητέ μου καθηγητή, ἤμουν ἀναρχικός. Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου.

Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω!

Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο. Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα! Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:

«Μωρέ ἐσύ θέλεις νά πιστέψεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνει τό πολύ σου, τό δυνατό σου μυαλό! Ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Σέ ἀγαπάει, σέ περιμένει ὁ Χριστός καί θά σέ κερδίσει μία μέρα! Μωρέ, ἔλα αὔριο νά τά ποῦμε!»
Πῆγα ἐγώ τήν ἄλλη μέρα νά τά ποῦμε…!

Ὁ Γέροντας, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε:
«Μωρέ, σού ἀρέσουν τά ποιήματα; Γιατί, κι ἐγώ εἶμαι…ποιητής! Πᾶμε στό δάσος νά σού ἀπαγγείλω;»
Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι κι ἄρχισε νά μοῦ λέει ποιήματα…!
Ἐγώ, καθώς ἄκουγα ἀναλύθηκα σέ δάκρυα καί ἔκλαιγα. Γιατί…;
Διότι, αὐτά τά ποιήματα, πού ἀπάγγελνε ὁ Γέροντας, ἤσαν τά δικά μου ποιήματα! Αὐτά, πού εἶχα γράψει καί τά εἶχα κρυμμένα σ’ ἕνα τετράδιο, πιστεύοντας ὅτι κάποια μέρα θά τά δημοσίευα. Εἶχα συγκλονισθεῖ!
Ὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε καθηγητής σέ δύο πανεπιστήμια καί ἱερέας!

Ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Κρουσταλάκη.


YT.

<>









Η μεταστροφή στην Ορθόδοξη Πίστη ενός αθέου Ελληνοαμερικάνου στο Σικάγο των ΗΠΑ μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη (+1994) κατα τη δεκαετία του 1980


«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν 15 περίπου χρόνια (δεκαετία 1980).
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>








Γεωργία: Πώς πείστηκε ένας άθεος Καθηγητής Πανεπιστημίου ότι η Θεωρία της Εξέλιξης δεν ισχύει

Αρχές της δεκαετίας του 1980. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.

Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Για να πάρει το πτυχίο του έπρεπε να περάσει την κρατική εξέταση του μαθήματος «Αθεΐα». Το επέβαλλε το καθεστώς. Ο νεαρός είχε τότε το δικαίωμα να διαλέξει τον καθηγητή, (η εξέταση ήταν πάντα προφορική). 

Διάλεξε λοιπόν έναν που του φάνηκε κάπως συμπαθής. Όταν πήγε να εξεταστεί του δήλωσε ορθά–κοφτά ότι δεν πιστεύει σε αυτές τις αθεϊστικές θεωρίες και δεν πρόκειται να απαντήσει σε καμία σχετική ερώτηση.

-Μπορείτε να με κόψετε, είπε στον καθηγητή.

-Βέβαια και θα σε κόψω, αλλά πρώτα πες μου, τι θα κάνεις. Σπούδασες πέντε χρόνια και αποφασίζεις να μην πάρεις το πτυχίο σου; Κρίμα δεν είναι;

-Δεν πειράζει, απάντησε ο νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίηση, φιλία.... όλα αυτά θα με βοηθήσουν να το ξεπεράσω. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα μπορούσα να σας πω αυτό που δεν πιστεύω.

-Δικό σου το πρόβλημα.

-Τώρα μεταξύ μας (ο νεαρός χαμήλωσε τη φωνή του) εσείς στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο; Δηλαδή, οι πρόγονοί μας που έχυσαν τόσο αίμα για να υπερασπιστούν την πίστη ήταν ανόητοι;

Ο καθηγητής χαμογέλασε.

-Πολύ θαρραλέος είσαι και αυτό το 2 που θα σου βάλω τώρα (δηλαδή σε κόβω) είναι μόνο για το θάρρος σου. Στο καλό να πας.

Ο καθηγητής έγραψε το βαθμό στο φοιτητικό βιβλιάριο του νεαρού, όπως συνήθιζαν τότε και συνέχισε την εξέταση άλλων φοιτητών. Ο νεαρός έφυγε. Κάθισε σε ένα καφενείο πικραμένος. Άνοιξε το φοιτητικό του βιβλιάριο. Αυτό που είδε ήταν απίστευτο. Ο καθηγητής, του είχε βάλει 20… άριστα...!!!

Γ.Π.

Σημείωση: Το περιστατικό το διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, που έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Ο αντίπαλος και ο αντίθεος όχι μόνο βαθμολογεί με άριστα το θάρρος της ομολογίας αλλά και το θαυμάζει και τον πείθει.


<>







Η μεταστροφή ενός Αυστραλού από τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία με την βοήθεια της Αγίας Γαβριηλίας Παπαγιάννη ιεραπόστολο της Ινδίας (+1992)

Διηγείται η Ἅγία Γαβριηλία Παπαγιάννη (+1992), ιεραπόστολος στην Ινδία: 

«Μιά φορά, στήν Ἰνδία, ἦταν ἕνας πολύ μεγάλος “Δάσκαλος”, ἀπ᾽ αὐτούς πού λένε guru (Ἐγώ τότε ἐργαζόμουν στό μικρό Νοσοκομεῖο πού ἀνῆκε στό Αshram του (: τή Μονή του)). Μιά μέρα λοιπόν, ἦρθε ἕνα νέος 26 χρονῶν ἀπό τήν Αὐστραλία, πολύ χαριτωμένος, φέρνοντας μαζί του ἕνα μεγάλο κιβώτιο. Παρουσιάσθηκε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μεγάλος αὐτός Δάσκαλος καί εἶχε γύρω του κόσμο πού τόν ἄκουγε νά μιλᾶ... Ὅταν μπῆκε αὐτός ὁ νέος, ἦταν κατακόκκινος ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνησί του. Κοίταζε τό Δάσκαλο, ὅπως κοιτάζουμε, τί νά σᾶς πῶ, μιάν εἰκόνα Ἁγίου! Ἀφοῦ λοιπόν ὁ “Δάσκαλος” τόν κοίταξε καλά-καλά, τοῦ λέει: “Ὥστε ἐσύ εἶσαι πού ἦρθες ἀπό τήν Αὐστραλία; Τί μᾶς ἔφερες;”. Αὐτός ὁ καημένος ἀπό τή συγκίνησί του δέν μποροῦσε νά μιλήση. Κι ὁ ἄλλος νά ἐπιμένη: “Μᾶς ἔφερες μπανάνες; Μᾶς ἔφερες φροῦτα; Μᾶς ἔφερες γλυκά; Τί μᾶς ἔφερες;”... Ἀρχίζει τό δύστυχο τό παιδί νά ἀνοίγη τό κιβώτιο. Καί βγάζει χαρτιά, καί δεύτερα χαρτιά, καί τρίτα χαρτιά... “Ἐ, δεῖξε μας πιά τί θά μᾶς χαρίσης;”. Στό τέλος ἔβγαλε ταινίες καί τό μαγνητόφωνο πού εἶχε φέρει γιά νά ἠχογραφήση τή φωνή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Δασκάλου! “Μπά!... Αὐτά εἶναι ὅλα; Τίποτε ἄλλο δέν ἔφερες;... Πηγαίνετε νά τοῦ δείξετε τό δωμάτιό του!”.

Πάει ὁ καημένος στό δωμάτιό του, καί κάθεται καί κλειδώνεται καί δέν ἤθελε πιά νά βγῆ ἔξω καθόλου. Ἔπαθε σόκ! Περίμενε νά δῆ ἕνα ἄνθρωπο πού τόν εἶχε σχεδόν θεοποιήσει καί τόν βλέπει τώρα νά περιμένη μπανάνες καί φροῦτα σάν κοινός θνητός, καί στό τέλος νά τοῦ λέη καί νά πάη στό δωμάτιό του, μιά καί δέν ἔφερε τίποτε... Ἐνῶ ὁ δύστυχος εἶχε ἔρθει γιά νά ἀπαθανατίση τή φωνή τοῦ guru καί νά τή στείλη πίσω στήν Αὐστραλία (... κι ὅλοι νά θαυμάσουν τό κατόρθωμά του, γιατί βέβαια, μέσα σ᾽ ὅλα αὐτά ὑπῆρχε λιγάκι τό Ἐγώ)... Τό παιδί, ὅπως καταλαβαίνετε, ἔπαθε πραγματικό σόκ. Τήν ἄλλη μέρα προσπάθησαν νά τόν βγάλουν ἀπό τό δωμάτιό του, νά πάη νά ἀκούση τίς διδαχές, ἀλλ᾽ αὐτός δέν ἤθελε. 

Μιά φορά μοῦ λέει: “Ἐσύ μοῦ λές ὅτι ὅταν θέλη ὁ Θεός κάτι, γίνεται, κι ὅτι ὅταν ἀφήσης τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, σοῦ τό κάνει, κι ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά φθάσης στό Θεό εἶναι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σέ παίρνει ἀπό τό χέρι καί σέ διαπαιδαγωγεῖ καί σέ πάει ἐκεῖ ὅπου πρέπει, φθάνει νά ἀφεθῆς”. “Ναί” τοῦ λέω “φθάνει ὅμως νά ἀφεθῆς πραγματικά”! Κάποια ἄλλη μέρα μοῦ λέει: “Ἐσύ λές ὅτι πρέπει νά ἀφεθοῦμε τελείως στό χέρι τοῦ Θεοῦ, κι ὅτι τότε... ῾Ὡραῖα! Ἄς πᾶμε λοιπόν οἱ δύο μας, χωρίς χρήματα, σ᾽ ἕνα βουνό, σ᾽ ἕνα ἄγνωστο μέρος, νά δοῦμε... Θά βροῦμε τροφή καί κατοικία, ὅπως μοῦ λές;”.  “Καί βέβαια θά βροῦμε! Ρωτᾶς;”. “Ὥστε εἶσαι βεβαία;”. “Εἶμαι βεβαία”. “Ἄν τό δῶ αὐτό, θά πιστέψω στό Χριστό καί θά παρατήσω ὅλους τούς Δασκάλους καί ὅλους τούς guru”. Ὅμως παιδιά μου, στήν Ἁγία Γραφή λέει: μήν ἐκπειράσης Κύριον τόν Θεόν σου, καί: μή ζητᾶς σημεῖο. Ἀλλά ἐγώ τότε, εἶχα μιά τέτοια λαχτάρα καί βεβαιότητα ὅτι αὐτό τό παιδί πρέπει νά μή χάση τό Χριστό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σέ χριστιανική χώρα. Τί θά μποροῦσε νά γίνη τώρα; Ὁπότε τοῦ λέω: “Ναί, θά φύγουμε”. Εἴχαμε μαζί μας χρήματα γιά τό τραῖνο καί γιά τόν ὕπνο τό πρῶτο βράδυ κάτι πολύ λίγο, ἕνα ρούπι (κάτι σάν ἑκατό δραχμές). Τήν ἄλλη μέρα θά περιμέναμε πιά τί θά γίνη.  Εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα! Σάν νά πήγαινα σέ γνωστό μέρος... Λοιπόν, τό παιδί αὐτό εἶχε μαζί του μερικά φροῦτα καί τά πήραμε μαζί μας.

Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ, ξεκινᾶμε γιά τό βουνό. Κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε... Κι ἔγινε μεσημέρι. Κάποια στιγμή καθίσαμε σ᾽ ἕνα λόφο νά ξεκουρασθοῦμε. Μοῦ λέει: “Δέν ἔγινε κανένα θαῦμα ἀκόμη”. Τοῦ λέω: “Πολύ βιάζεσαι. Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι ἀπόψε, ἄν θέλη ὁ Θεός, θά βροῦμε ποῦ νά μείνουμε”. “Καλά” λέει. Ὁ ἥλιος ὅμως σέ λίγο ἄρχισε νά πέφτη, γιατί ἐκεῖ ἦταν βουνό καί χαμήλωνε γρήγορα. Βλέπαμε κάτω τήν κοιλάδα, καί νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶχα ἀρχίσει νά σκέπτωμαι ὅτι κάπως ... ἄργησαν νά γίνουν τά θαύματα πού περίμενα, ἀλλά ὅτι ἔχει ὁ Θεός... Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Καί τώρα, τί λές ἐσύ;”. “Λέω ὅτι ἀπόψε θά κοιμηθοῦμε ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός”. Καί δέν περνᾶ λίγη ὥρα, καί κοντά στό δειλινό πιά, τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ὁ ἥλιος, βλέπουμε κάτω ἀπό τό λόφο νά ἀνεβαίνη σιγά-σιγά πρῶτα ἕνα τροπικό καπέλλο, ὕστερα ἕνα πρόσωπο, ὕστερα δύο φιγοῦρες Ἰνδές. Σέ λίγο διακρίναμε ὅτι τό πρόσωπο μέ τό τροπικό καπέλλο ἦταν γυναικεῖο, μέ γυαλιά, ἡλικιωμένο καί Εὐρωπαϊκό. Οἱ δύο Ἰνδές ἦταν νέες κοπέλλες. Ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν τά πρόσωπα καί φθάνουν κοντά μας.

“Καλησπέρα σας”. “Καλησπέρα”. “Ἀπό ποῦ ἔρχεσθε”; “Ἐρχόμασθε ἀπό κάτω”. “Καί ποῦ πᾶτε”; “Σέ φίλους”. Αὐτός μέ ἀγριοκοίταξε. Σοῦ λέει, γιατί λέει ψέμματα αὐτή; “Κι ἀπό ποῦ εἴσασθε”; “Εἶμαι ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία”. Λέει: “Κι ἐγώ ἀπό τήν Ὁλλανδία. Εἶμαι μεγαλωμένη στήν Ἀμερική κι αὐτές οἱ δύο Ἰνδές πού βλέπετε, εἶναι δύο ἀπό τίς ἕξι κόρες πού ἔχω υἱοθετημένες ἐδῶ καί τίς σπούδασα Νοσοκόμες. Ἐσεῖς τί δουλειά κάνετε;”. Λέω: “Διδάσκω Φυσιοθεραπεία καί τώρα μόλις τελείωσα ἀπό κάποιο Νοσοκομεῖο”. “Ἄχ! Ὁ Θεός σέ ἔστειλε. Μήπως εἶσαι ἐλεύθερη νά ἔρθης ἀπόψε στό σπίτι μας; Τά δύο αὐτά κορίτσια μου ἔχουν ἄδεια γιά ἕνα μῆνα, κι ἄν ἤθελες νά τούς μάθαινες λιγάκι”... Λέω “Εὐχαρίστως... Ἀλλά ἔχω κι αὐτόν τό νέο μαζί μου καί πηγαίναμε...”. “Ἔχω υἱοθετημένο καί ἕνα ἀγόρι. Θά μοιρασθοῦν τό δωμάτιό του, καί ἀπόψε θά εἴμασθε μιά οἰκογένεια”. “Εὐχαριστῶ κι ἐσᾶς καί τό Θεό πού μᾶς ἔφερε κοντά”. Ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία, πραγματικά δηλαδή, εἶχε τελείως ἀποσβολωθῆ... Ὁ Θεός εἶχε κάνει τό θαῦμα του κι ἐγώ πετοῦσα! Εἶχα ἕναν ἐνθουσιασμό τότε πού δέν λέγεται. Ἡ Ἰνδία ἦταν ἡ μεγάλη περιπέτειά μου μέ τήν Πίστι τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶχα πάει χωρίς νά ξέρω τίποτε. Σέ ξένη χώρα καί σέ ξένη γλῶσσα. Τέλος πάντων, φθάσαμε στό σπιτάκι τους στό βουνό. Ἕνα ὡραῖο σπίτι, πάνω σ᾽ ἕνα λόφο. Ἐκείνη μοῦ διηγήθηκε πῶς εἶχε φύγει νέα, πῶς ἔζησε τόσα χρόνια ἐκεῖ, πῶς οἱ φίλοι μόνο τή συντηροῦσαν, γιατί δέν ἀνῆκε σέ καμμία ὀργάνωσι, κι ὅλα αὐτά, καί πῶς ὁ Θεός τήν ἔχει εὐλογήσει. Ἐκεῖνο τό βράδυ, τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία εἶχε τόσο πολύ συγκινηθῆ, πού μέ δάκρυα στά μάτια, μοῦ λέει: “Ἀδελφή μου Λίλα, κάτσε στό πιάνο νά παίξουμε τώρα ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Ὁ Χριστός μόλις γεννήθηκε μέσα μου”! Καί κάθομαι στό πιάνο κι ἀρχίζουμε νά τραγουδᾶμε, κατακαλόκαιρα, ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Κι ἀρχίζουν νά τραγουδοῦν καί τά κορίτσια μαζί μέ τή μητέρα καί τό γιό καί ὅλοι... Κι αὐτό τό παιδί, ὁ Ἄλαν, ἦταν κυριολεκτικά μέσα στήν εὐδαιμονία τοῦ Θεοῦ!

Ἀλλά βλέπετε, ὁ Θεός κάνει τά θαύματά του ἐκεῖ πού πρέπει νά τά κάνη. Γιατί αὐτό τό παιδί ἦταν τόσο παραστρατημένο σέ ἄλλες κατευθύνσεις. Κι ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἤθελε, μᾶς ἔκανε ὅλα αὐτά. Κι ἐγώ εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα ὅτι δέν μπορεῖ νά χαθῆ ἔτσι, στά 26 του, μ᾽ ὅλα αὐτά τά γυμνάσματα πού φέρνουν ἀλλοιθωρισμούς καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, ὅταν δέν εἶναι... Τέλος πάντων. Μείναμε ἐκεῖ δεκαπέντε μέρες. Ἔδειξα στά κορίτσια αὐτά τά ὁποῖα ἤθελαν, κι ὕστερα αὐτός πῆγε πίσω στήν Αὐστραλία. Αὐτή ἡ κυρία, ἡ Ἱεραπόστολος, ἔκτοτε μέ προσκαλοῦσε κάθε καλοκαίρι καί πέρναγα ἕνα διάστημα κοντά της. Δέν ξέχασαν ποτέ αὐτή τήν ἱστορία, εἰδικά ὅταν τούς διηγήθηκα τί ἔγινε μ᾽ αὐτό τό παιδί ἀργότερα...

Γιατί δέν τελείωσε ἡ ἱστορία του. Πέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, κι ἄλλος ἕνας καί ξαναγυρίζει στά γυμνάσματα καί στούς ἄλλους ἐκεῖ. Ἐγώ τότε εἶχα φύγει μακριά, πάνω σ᾽ ἕνα βουνό καί δέν μποροῦσε κανένας νά μέ βρῆ. Ὅπως μοῦ εἶπε ἀργότερα, θυμήθηκε τί τοῦ ἔλεγα καί σκέφτηκε: “Ὅπως ἡ ἀδελφή Λίλα λέει ναί ἅμα τήν προσκαλοῦν, ἔτσι κι ἐγώ αὐτή τή φορά θά πῶ ναί κι ὅπου μέ βγάλει ἡ ἄκρη”! Γιατί δέν ἦταν πάλι εὐχαριστημένος μέσα του, ἐκεῖ. Σηκώνεται λοιπόν καί πάει ἐκεῖ, πού νόμιζε ὅτι θά μέ βρῆ —ἐκεῖ πού εἴχαμε ξανασυναντηθῆ. Ἀλλά τοῦ εἶπαν: “Δέν θά ᾽ρθη ἐδῶ φέτος, εἶναι πάνω στό βουνό”. Κοιτᾶτε τώρα “σύμπτωσι”! Ἔρχεται κάποιος ἐκεῖ πού ἤμουν καί μοῦ λέει: “Ξέρεις, ὁ Ἄλαν ἀπό τήν Αὐστραλία εἶναι στό τάδε μέρος”. “Ἄχ”, σκέφθηκα, “νά τοῦ στείλω ἕνα γράμμα νά ἔρθη ἐδῶ”, χωρίς νά ξέρω τήν καινούργια περιπέτεια πού εἶχε πάθει... Κι ἐκεῖ πού ἐκεῖνος περίμενε νά τοῦ ἔρθη μιά πρόσκλησι ἀπό κάποιον ἄλλο γιά μιά μεγάλη ἀλλαγή στή ζωή του καί δέν ξέρω τί ... ἔρχεται τό γράμμα μου. Ἦταν ἡ μόνη πρόσκλησι πού τοῦ ἔγινε! Καί παίρνει δρόμο κι ἔρχεται σ᾽ ἐκεῖνο τό βουνό, ὅπου δέν ὑπάρχουν Εὐρωπαῖοι, παρά μόνο ἐκεῖνος κι ἐγώ. Κι ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Ὅλα καλά καί ἅγια ὅσα γίνανε τότε. Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, εἶδα ἕνα σωρό πράγματα νά μή γίνωνται ἔτσι ὅπως τά λές. Γι᾽ αὐτό ἦρθα πάλι ἀναζητώντας τήν Ἀλήθεια στήν Ἰνδία”. “Μά ἀφοῦ σοῦ εἶπα, παιδί μου, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι μία θεωρία, εἶναι ὁ Χριστός πού εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια. Τί ἄλλο θέλεις; Μήπως θέλεις καί ἄλλα θαύματα”; “Μά ἐσύ λές ὅτι ζῆς πάντα μέσα στά θαύματα”. “Ναί, ζῶ στό θαῦμα. Γιατί τό ὅτι εἶσαι ζωντανός καί ξανάρχεσαι, τό ὅτι ἔχουμε τά μάτια μας καί τά πόδια μας, ὅλα αὐτά εἶναι θαῦμα. Βλέπεις ἐδῶ πού δουλεύω μέ τούς λεπρούς; Βλέπεις ἐκεῖ τούς τυφλούς; Τούς βλέπεις ὅλους αὐτούς ἐδῶ τούς ἄρρωστους ἀνθρώπους; Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς; Τό ρώτησες ποτέ; Κατά Χάρι τά ἔχουμε ὅλα! Κατά Χάρι! Παρ᾽ ὅλη τήν ἁμαρτία μας! Κατά Χάρι εἴμαστε ὅπως εἴμαστε. Μέ τό Αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ! Δέν τό καταλαβαίνεις αὐτό;”... Κι ἐκεῖ πάνω πού μιλούσαμε, ἔρχεται ἕνας γέρος ὅλο κλάματα... “Τρέξτε, στό Νοσοκομεῖο εἶναι βαριά τό παιδί μου. Ἐλᾶτε!”. Καί πηγαίνουμε. Τό χωριουδάκι αὐτό ἦταν πολύ μικρό καί τό Νοσοκομεῖο δέν ἦταν καί πολύ... Μοῦ λέει ὁ γιατρός: “Ἤρθατε νά δῆτε τό παιδί. Ἔπεσε ἀπό μιά σκαλωσιά καί μοῦ φαίνεται ὅτι ἔσπασε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ὅτι ὥς τό πρωΐ θά ἔχη πεθάνει”. Βλέπουμε τό παιδί. Ἦταν δεκαοκτώ χρονῶν. Κι ἐγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα πού εἶδα αὐτό τό παιδί, πού ἄρχισα νά τοῦ χαϊδεύω τό μέτωπο λιγάκι. Καί λέω στόν πατέρα του: “Ὄχι. Τά θαύματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα! Τό παιδί θά ζήση. Μή σέ μέλει”.

“Τότε βοήσῃ καί ὁ Θεός εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντος σου ἐρεῖ· Ἰδού πάρειμι (: ἐνῶ ἀκόμα θά μιλᾶς, θά σοῦ πῆ· εἶμαι παρών)”(Ἡσ 58, 9).

Ἐκείνη τήν ὥρα, τό παιδί ἄνοιξε λίγο τά μάτια του. Ὁ πατέρας περίμενε ὅτι θά πεθάνη. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι μπορεῖ καί νά ζήση τό παιδί του, γυρίζει καί μοῦ λέει: “Ἔ, ἀφοῦ θά ζήση τό παιδί μου, δός μου λίγα χρήματα νά πάω νά φάω, γιατί πεινῶ”. Τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως! Λέω: “Ἐγώ δέν ἔχω χρήματα, θά σοῦ δώση αὐτό τό παιδί”. Καί τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία τοῦ ἔδωσε. Φύγαμε. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ μοῦ λέει: “Πᾶμε νά δοῦμε ἄν ζῆ τό παιδί”. Μόλις πήγαμε, βρίσκουμε στήν πόρτα τό γιατρό καί μᾶς λέει: “Θά σᾶς πῶ ἕνα πρᾶγμα, νά ἀπορήσετε. Ἡ Φύσι κάνει κάποτε τέτοια παιχνίδια! Τό παιδί ἔγινε καλά καί σήμερα τό πρωΐ ξεκίνησε μέ τά πόδια μέ τόν πατέρα του γιά τό χωριό τους, πού εἶναι δέκα μίλια μακρυά”! Ἔ!... Ὁ Αὐστραλός αὐτή τή φορά κόντεψε νά πέση κάτω! Ἦταν πραγματικά συγκλονισμένος. Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Τώρα, πιστεύω στήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ! Πιστεύω στό Χριστό! Εἶμαι Χριστιανός μέσα στήν ψυχή μου! Φεύγω πίσω στήν Αὐστραλία! Βρῆκα αὐτό πού ζητοῦσα”!

Φεύγει τό παιδί... Τά χρόνια περνοῦν. Φεύγω κι ἐγώ ἀπό τήν Ἰνδία... Πάω στή Βηθανία, γίνομαι Δόκιμη καί μιά μέρα παίρνω ἕνα γράμμα ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί πάλι, ὅπου μοῦ λέει: “Ἡ μεγάλη μου ὑπερηφάνεια μ᾽ ἔφερε σέ ἀπόγνωσι. Τρεῖς νέες κόντεψαν νά πνιγοῦν τήν ὥρα πού κολυμποῦσαν, κι ἐπειδή ἤμουν πολύ καλός κολυμβητής, ἔπεσα στό νερό καί τίς ἔσωσα. Ἔπαθα ὅμως τόσο μεγάλη ἔπαρσι, πού τό διατυμπάνισα σ᾽ ὅλο τόν κόσμο καί στό τέλος ἔχασα τό νοῦ μου καί μέ κλεῖσαν σέ Νευρολογική Κλινική. Βγῆκα μετά, εἶμαι λένε καλά, ἀλλά ἐγώ μέσα μου δέν αἰσθάνομαι καλά. Τώρα τί μέ συμβουλεύεις νά κάνω”; Ἐγώ τότε εἶχα γνωρίσει στήν Ἰνδία τόν πατέρα Λάζαρο, τόν Ἄγγλο Ὀρθόδοξο. Τοῦ λέω: “Πήγαινε πάλι στήν Ἰνδία. Αὐτή τή φορά, ὅμως, κατευθείαν στόν πατέρα Λάζαρο σέ παρακαλῶ”. Κάθομαι καί γράφω στόν πατέρα Λάζαρο. Πῆγε τό παιδί...

Ὅταν μοῦ ἔγραψε ὁ πατήρ Λάζαρος μοῦ εἶπε ὅτι ἕνα ὁλόκληρο χρόνο τόν κοίταζε μόνο. Παρακολουθοῦσε κάθε μέρα τή Θεία Λειτουργία καί δέν τοῦ μιλοῦσε καθόλου. Ἦταν ἕνα αἴνιγμα. Κι ἕνα πρωΐ τοῦ λέει: “Πάτερ, τόσα χρόνια γνωρίζω τήν ἀδελφή Λίλα, ἀλλά ἐκείνη δέν μέ ρώτησε ποτέ ἄν εἶμαι βαπτισμένος, οὔτε ἄν εἶμαι Χριστιανός. Θά νόμισε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον εἶμαι γεννημένος στήν Αὐστραλία, θά ἤμουν. Ἀλλά δέν εἶμαι βαπτισμένος. Δέν εἶμαι οὔτε Χριστιανός! Σέ παρακαλῶ, βάπτισέ με”! Ἡ χαρά τοῦ πατρός Λαζάρου ἦταν μεγάλη. Τόν βάπτισε κι ἀπό Ἄλαν τόν ὀνόμασε Ἀδριανό. Πῆρε τήν εὐλογία του κι ἔφυγε καί ἔγινε Ἱεραπόστολος... Αὐτά εἶναι τά μεγάλα καί συγκλονιστικά θαύματα τοῦ Θεοῦ!».


Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπό τόν  Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία

Μεταστροφές 1

ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2011


<>








«Ὁ κ. Θωμᾶς Kipazula ἀπ᾿ τή Butumba τοῦ Congo τῆς Ἀφρικῆς μᾶς ἐξιστόρησε πῶς ἔγινε Χριστιανός:
—Κάποια μέρα πῆγα γιά ψάρεμα στο ποτάμι.
Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι μου ἔπεσα ἄρρωστος στό κρεββάτι. Γιά μέρες δέν μποροῦσα οὔτε νά κινηθῶ.
Ἕνα βράδυ εἶδα στόν ὕπνο μου ὅτι ἕνα αὐτοκίνητο σταμάτησε κοντά στό σπίτι μου. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί βγῆκε ἕνας Εὐρωπαῖος μέ ἄσπρα ροῦχα καί μεγάλη γενειάδα. Κρατοῦσε στά χέρια του κι ἕνα βαλιτσάκι. Ἐγώ φοβήθηκα πολύ. Ἀνοίγοντας τό βαλιτσάκι μέ ρώτησε:
―Γνωρίζεις ποιός εἶμαι;
—Ὄχι, τοῦ ἀπάντησα.
—Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὀρθόδοξος παπᾶς. Μέ λένε παπα-Κοσμᾶ καί πέθανα πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Πήγαινε στήν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων καί πές ἐκεῖ στόν κατηχητή καί στούς Χριστιανούς νά κάνουν προσευχή γιά σένα καί θά γίνης καλά.
Πράγματι πῆγα καί βρῆκα τόν κατηχητή
Ἀπόστολο καί τοῦ ἐξιστόρησα τό ὄνειρό μου. Ἐκεῖνος ἀπόρησε, πῶς ἕνας μή Ὀρθόδοξος εἶδε στόν ὕπνο του τόν παπα-Κοσμᾶ [Γρηγοριάτη]! Ἄρχισε νά μοῦ μιλάη γιά τή ζωή τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί μέ συγκίνησε. Δέχθηκα νά παρακολουθήσω μαθήματα κατηχήσεως καί μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὁ π. Μελέτιος μέ βάπτισε, δίνοντάς μου τό ὄνομα Θωμᾶς.
Τήν περίοδο τῆς κατηχήσεως, πρίν βαπτιστῶ, ἡ γυναῖκα μου ἦταν ἔγκυος. Ἀλλά ἦταν ἀδύνατον να γεννήση φυσιολογικά καί κόντεψε νά πεθάνη. Τότε θυμήθηκα τό ὄνειρο μέ τόν παπα-Κοσμᾶ καί μέ πόνο στήν καρδιά μου φώναξα δυνατά:
―Πάτερ Κοσμᾶ, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Τό βράδυ τόν εἶδα στόν ὕπνο μου ἀκριβῶς ἴδιο, ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε:
―Πήγαινε καί πές στούς Ὀρθοδόξους να κάνουν προσευχή.
Πράγματι ἡ γυναῖκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ἕνα ἀγοράκι. Τό βαπτίσαμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τοῦ δώσαμε τό ὄνομα Κοσμᾶς»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/01/kipazula-butumba.html).

<>




Η πορεία μου από τις ανατολικές θρησκείες στην Ορθοδοξία (μαρτυρία μίας αδελφής μας)


Ειμαι 72 χρόνων, γυναίκα χωρισμένη μ ένα κορίτσι 42 χρόνων. Ο γάμος κράτησε μόνο 1,5 χρόνο. Έκτοτε ζω μόνη μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ορθοδοξία. Ακολουθούσε τυπολατρικά κάποιες νηστείες τη Μεγάλη βδομάδα, κοινωνούσε 2-3 φορές το χρόνο, είχε ένα εικονοστάσι ψηλά κοντά στο ταβάνι κάποιου δωματίου, για προστασία άκουγα, στο οποίο απευθύνονταν όταν ζητούσαν να γίνει η να αποτραπεί κάτι.

Δεν μιλούσαν για το Θεό παρά μόνο για να με φοβίσουν, δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά βιβλία, εκτός από την Καινή διαθήκη του Τρεμπέλα, κάπου παρατημένη. Πήγαινα στο κατηχητικό στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του Γυμνασίου επειδή μας υποχρέωναν οι δάσκαλοι.Το βαριόμουνα, όλα μου φαινόντουσαν αδιάφορα, δεν με συγκινούσε τίποτε, ήμουνα πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου ως παιδί μονάκριβο που δεν ήξερε το μοίρασμα, το άνοιγμα στους ανθρώπους.

Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών, συναναστράφηκα κύκλους της αριστεράς, μυήθηκα στο Μαρξισμό, συμμετείχα σε αριστερές φεμινιστικές ομάδες κι έτσι για μια εικοσαετία έζησα την αθεΐα, ενώ είχα αρχίσει να διερευνώ και διάφορα ρεύματα συμμετέχοντας σε ομάδες μελέτης Θεοσοφίας, Στωικών, Πλατωνιστών, Αριστοτελικών.

Κατά τα 50 άρχισα να σπουδάζω εναλλακτικές θεραπείες, βελονισμό, ρεφλεξολογία, ινδική, θιβετάνικη ιατρική, γιόγκα, ται-τσι, οι οποίες μ έφεραν σ επαφή με τον πολιτισμό και τις θρησκείες αυτών των χωρών, Ινδουισμό και Βουδισμό. Θέλησα να γνωρίσω τι μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο για να ‘χει καλλίτερη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους, ποιο είναι κατ αυτούς το νόημα ζωής, ποια η σχέση τους με το Θεό, πως προσεύχονταν, τι σκέφτονταν για τη μετά θάνατον ζωή . Όταν συνταξιοδοτήθηκα, άρχισα να ταξιδεύω Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ και άλλες ασιατικές χώρες, μένοντας σε άσραμ και μοναστήρια ακολουθώντας τα ειδικά προγράμματα διδασκαλίας στα αγγλικά αυτών των θρησκειών για ξένους. Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα πήγαινα σε ομάδες Βουδιστικές και Ινδουιστικές όπου μελετούσαμε ιερά κείμενα, ακούγαμε Θιβετάνους δασκάλους που κατά καιρούς έρχονταν για να μας εκπαιδεύσουν, παρακολουθούσαμε τελετές.

Οι αλλαγές που ήρθαν στον εαυτό μου από αυτές τις επιρροές ήταν η δημιουργία ανάγκης να μιλάω σ ένα Θεό και να του απευθύνω τα αιτήματά μου, κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή μου πιστεύοντας μέχρι τότε ότι όλα είναι ύλη, κόσμος προερχόμενος από Κοσμική έκρηξη κλπ. Κατά δεύτερον έμαθα μέσω της διαλογιστικής γαλήνης να κρατάω απόσταση απ’ ότι συνέβαινε, και να το θεωρώ ως μάθημα για να γίνω καλλίτερη, πλησιάζοντας τις αρετές του Θεού. Αυτό θα με βοηθούσε ν αποφύγω κύκλο πολλών επαναγεννήσεων [σαμσάρα λεγόμενη] στον οποίο μπαίνουν όσοι δεν βελτιώνονται στον κάθε κύκλο ζωής και χάνουν τις ευκαιρίες-μαθήματα.

Κατά τρίτον έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτόν μου την εσωτερική μου δύναμη,για ότι κάνω να νοιώθω αυτόνομη ν αποφασίζω, χωρίς να ρωτάω το Θεό, παρά μόνο στα δύσκολα. Η επαφή μου με το Βουδισμό κράτησε περίπου 8 χρόνια μέσα σε ομάδες που κλονίζονταν από έριδες και ανταγωνισμούς και λίγο- λίγο απογοητευμένη αραίωσα. Πέρασα κάποιο διάστημα μελετώντας μόνη μου τα Βουδιστικά βιβλία και ερχόμενη σ᾽ επαφή με ομάδες αυτογνωσίας. Ένιωθα ότι κάτι έλειπε, κενό, που γινότανε πιο έντονο και από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις από τις οποίες ζητούσα νόημα ζωής, σκοπό να υπάρχω, κι αν δεν βρισκόμουν σε ερωτική σχέση ήμουν θλιμμένη και η αποκτηθείσα αταραξία μου πήγαινε περίπατο.

Μια Κυριακή πρωί, πριν 4 χρόνια, ακούγοντας την καμπάνα σηκώθηκα με τη διάθεση να πάω εκκλησία. Πήγα στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο το Ραγκαβα που μου ήταν γνώριμη από χρόνια, γιατί ήταν μια φίλη μου νεωκόρος και πήγαινα κάποιες φορές. Αισθάνθηκα γαλήνια και απ’ όλη τη λειτουργία και τον κηρυγματικό λόγο του π. Καριώτογλου μου γεννήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω την Ορθοδοξία σε βάθος, να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη έχω αναφέρει προηγουμένως.

Αρχισα να πηγαίνω τις Κυριακές, περιόρισα τις Κυριακάτικες εκδρομές, τις έκανα Σάββατα, τους χορούς τα Σαββατόβραδα γιατί με ανάπαυση είχα αυτή την προτεραιότητα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλο αυτό τον καιρό των αλλόθρησκων επιρροών, πήγαινα αραιά και που στον Ραγκαβά, να δω τη φίλη μου και καθόμουνα και στη λειτουργία, τη Μεγάλη Εβδομάδα, μου άρεσαν οι ύμνοι. Θεωρούσα τον Χριστό σαν ένα ιστορικό πρόσωπο που δίδασκε τους ανθρώπους να κάνουν το καλό, να συγχωρούν, να μην έχουν απληστία.

Μέσα σ᾽ αυτά τα τέσσερα χρόνια μελέτησα ασκητές Πατέρες κι εντυπωσιάσθηκα βλέποντας να μιλούν για τα ανθρώπινα και να προτείνουν συμπεριφορές ευεργετικές για τον άνθρωπο σεβόμενοι την ιδιοσυγκρασία αυτού που θ’ ασκηθεί, με τον τρόπο που είχα διδαχθεί τόσα χρόνια στις ομάδες αυτογνωσίας, με ποικίλες ψυχολογικές μεθόδους. Αυτή η γνώση είχε βαθιά επίδραση μέσα μου, μ’ έπεισε ότι βρίσκομαι με κάτι αυθεντικό, αληθινό, αισθάνθηκα την ουτοπία να ψάχνω σε λάθος δρόμους αυτά που θα με ωφελήσουν στη πνευματική μου πορεία, δρόμοι που μου τα πρόσφεραν και παραποιημένα, π χ σε μια ομάδα διδασκόμουν ότι ο Χριστός είναι δάσκαλος, φίλος αδερφός, μάθαινα τη συγχώρεση, αλλά και την μετεμψύχωση και ότι είμαι αθώα και αναμάρτητη δεν υπήρχε η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και της μετάνοιας.

Η γνώση ότι ο Χριστός ήρθε ως νέος Αδάμ να εξαγνίσει την ανθρωπότητα και με τη θυσία Του στο Σταυρό ήρθε να σώσει αυτούς που θα τον πιστέψουν και θα μετανοήσουν στάθηκε η αρχή της προσωπικής μου σχέσης μαζί Του. Η συναίσθηση ότι δεν είμαι αναμάρτητη και αθώα, όπως πίστευα, αλλά φέρω από τη σύλληψή μου το προπατορικό αμάρτημα που εξαγνίσθηκε με το βάπτισμα αλλά χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση να μην παραβαίνω το λόγο του Θεού και ότι έχω μια μόνο, αυτή τη ζωή να εξαγνισθώ, μ᾽ έκανε να καταλάβω τη βαθιά μου πλάνη που ζούσα κοντά στις άλλες διδασκαλίες. Αλλά μ᾽ έκανε πιο υπεύθυνη απέναντί Του να θέλω να τηρώ τον λόγο Του και για να μην Τον στεναχωρήσω Εκείνον που έχει υποστεί τόσα βάσανα για μένα κι έχει τόση υπομονή να περιμένει να συνειδητοποιώ τα λάθη μου, να περιμένει να είμαι έτοιμη να μετανοήσω. Με πόση υπομονή προς τους άλλους με έχει οπλίσει αυτή η στάση Του!! Κάτι πρωτόγνωρο για μένα.

Η ανάγκη μου να Του απευθύνομαι σε ότι κάνω, κόβει πολύ από την υπερηφάνειά μου. Γιατί πίστευα ότι όλα μπορώ να τα κάνω μόνη μου με την δύναμή μου, και αγνοούσα ότι ό,τι έχω Εκείνος μου το έχει δώσει, όσο θέλει μου το διατηρεί κι όταν θέλει μου το παίρνει. Η δύναμή μου βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που Του έχω, ότι Εκείνος ξέρει προς τα πού με κατευθύνει, και μου δίνει τη διάκριση να αναγνωρίζω πόσο να αφαιρώ με κάθε νέα συνειδητοποίηση, από τον παλιό μου εαυτό, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου, ώστε κάθε αλλαγή να γίνεται με ανάπαυση και όχι πίεση, αλλά και με την βοήθεια του Πνευματικού μου .

Πηγή:

http://www.sostis.gr/blog/item/2962-i-poreia-mou-apo-anatolikes


<> 













Βιετνάμ, 2017: Η μεταστροφή της Βιετναμέζας Nguyen Thi Mai Anh από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση της Παναγίας ενώ βρισκόταν σε κώμα

O π. Γεώργιος, ένας ιερέας από τη Μόσχα, ο οποίος συχνά εξυπηρετεί σε ιεραποστολικά ταξίδια στην Ασία, πόσταρε στο Facebook τα λόγια μιας Βιετναμέζας γυναίκας η οποία μετεστράφη στην Ορθοδοξία κατόπιν εμφανίσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η γυναίκα, Nguyen Thi Mai Anh, που ήταν προηγουμένως Βουδίστρια, δούλευε και εργαζόταν στο Vũng Tàu, στο Βιετνάμ, βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Αγία Ορθοδοξία μας, το Μεγάλο Σάββατο του τρέχοντος έτους [2017].

Γράφει ότι κάτι καταπληκτικό συνέβη στη ζωή της πέρυσι. «Βρισκόμουν ξαπλωμένη, σε κώμα στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, είδα μια ακτινοβολία, ένα υπέρλαμπρο φως. Αμέσως, είδα μπροστά μου την Υπεραγία Θεοτόκο. Κρατούσε και έτεινε προς εμένα ένα μπουκάλι νερό το οποίο και μου έδωσε. Όσο έπινα το νερό, η λάμψη και η Θεοτόκος εξαφανίστηκαν».

«Το επόμενο πρωί», συνεχίζει, «ξαφνικά επανήλθα από το κώμα, έχοντας απολέσει τις αισθήσεις μου για πολύ ώρα». Η Nguyen επιβίωσε και άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του για ταχεία ανάρρωση και αποφάσισε ότι θα γίνει Χριστιανή, μόλις επιστρέψει στο σπίτι.

«Λίγες ημέρες αργότερα, είδα ένα ακόμη όραμα, με έναν άνδρα ο οποίος με οδήγησε στην Εκκλησία όπου έφαγα άρτο και ήπια Αγιασμό μαζί με όλους. Στην συνέχεια, περπάτησα γύρω γύρω την εκκλησία.»

Όταν πήρε εξιτήριο και επέστρεψε σπίτι της, δέχθηκε επίσκεψη από έναν φίλο της, ο οποίος της έφερε μια Εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό. «Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη γιατί η μορφή της Παναγίας στην Εικόνα ήταν ίδια με την Θεοτόκο, όπως την είδα στο όνειρό μου. Εκδήλωσα τη χαρά μου στο φίλο μου και του είπα το όνειρό μου. Εκείνος με οδήγησε σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου προσεύχονταν οι Ρώσοι, στην 5η συνοικία της πόλης Vũng Tàu, για να συναντήσω τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο.»

Η γυναίκα αργότερα βαπτίσθηκε στην ίδια εκκλησία και γεννήθηκε εκ νέου υπό την προστασία της Πλατυτέρας Θεοτόκου και την ευλογία του Κυρίου.

«Είμαι πανευτυχής!» λέει, συνεχίζοντας «ευχαριστώ Θεέ μου, ευχαριστώ Παναγία μου, για αυτήν την δεύτερη γέννηση και το μέγα δώρο να βρω την Πηγή της Ζωής!»

Ο π. Γεώργιος αναφέρει ότι πριν από την βάπτιση έσπασε το πόδι της, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε καθόλου. Βαπτίστηκε και ονομάστηκε Άννα και τώρα διαβάζει προσευχές στα βιετναμέζικα στις Ιερές Ακολουθίες!


YT.

<>







Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας

Ο πρώην Βουδιστής Κινέζος Αγιορείτης π. Ησαιας Σιμωνοπετριτης, λέει:

Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας θα “οργώσουν” τη Γη για να βρουν την Αλήθεια! Και η Αλήθεια… θα είναι πάντα μπροστά τους να τους αποκαλυφθεί!



<>






Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994) και ο Γιωργάκης από το Θιβέτ - Η μεταστροφή ενός Έλληνα Βουδιστή Θιβετιανού μοναχού στην Ορθοδοξία


Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.

Καποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα Παΐσιο για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.

Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.

«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε προς τα πίσω. “Αν μπορή, ας έρθη να σ’ ελευθερώση ο Χατζεφεντής”, μου είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.

»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ωμολογούσε: “Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω”».

Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: “Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου” και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. “Ε, αν την φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως μ’ αυτά που κάνεις;”»

Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθη αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από την δύναμη και την χάρι του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνη μοναχός αλλά δεν μπόρεσε.

Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 246



<>









Ελένη, πρώην δασκάλα Yoga: Το θαύμα της μεταστροφής μου - Πώς πέρασα από την πλάνη της Yoga στην Ορθοδοξία

Στα 22 μου χρόνια άρχισε η πνευματική μου αναζήτηση. Μεγαλωμένη σε θρησκευτική οικογένεια και σηκώνοντας έναν προσωπικό σταυρό βρήκα μία φαινομενική διέξοδο στη yoga. Μόδα, γυμναστική, ευεξία…

Ένα δελεαστικό πακέτο πολύ καλά τυλιγμένο με φανταχτερά χρώματα. Με τράβηξε σαν μαγνήτης και χωρίς να έχω πλήρη έλεγχο της ζωής μου βρέθηκα να διδάσκω yoga. Ξεκίνησε η πλάνη πως οδεύω στον σωστό δρόμο που από μικρή πίστευα και ήθελα, στον ένα και μοναδικό τριαδικό Θεό. Άρχισα να ψάχνω απαντήσεις, να γνωρίζω πλανημένους ανθρώπους προσπαθώντας να γεμίζω τα κενά που όλο και μεγάλωναν. Καμία απάντηση και η πλάνη μεγάλωνε…

Ακολούθησε ταξίδι στην Ινδία ζώντας την απόλυτη “ύπνωση” και το ρέικι μπήκε στην ζωή μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Ένας φύλακας άγγελος με βοήθησε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Σταμάτησα για προσωπικούς λόγους τα πάντα και έφυγα εκτός Αθηνών.

Μέχρι που ήρθε ένα βιβλίο στα χέρια μου: “Οι γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παΐσιος”.

Το διάβασα σε μία μέρα και πήρα όλες τις απαντήσεις. Ένιωσα ότι κοιμόμουν και ξαφνικά ξύπνησα. Ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό μου συνειδητοποιώντας πως:

Δεν είναι απλά μία αίρεση η yoga και όλα τα εναλλακτικά που κυκλοφορούν. Είναι δαιμόνια που τους ανοίγεις την πόρτα και σου καταστρέφουν την ζωή.

Φόρεσα τον σταυρό μου, άρχισα να προσεύχομαι και να πηγαίνω στην εκκλησία, να κάνω μετάνοιες, να εξομολογούμαι και μετά από έναν πολύ δύσκολο πνευματικό πόλεμο βρέθηκα στα χέρια του Θεού αφήνοντας όλη μου την ζωή σ’ Εκείνον.

Ο Άγιος Παΐσιος έκανε το θαύμα του και με βοήθησε να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου.

Σήμερα στα 31 μου χρόνια προσπαθώ να δίνω τον πνευματικό μου αγώνα με την βοήθεια του Θεού ακολουθώντας πιστά μία από τις συμβουλές του πνευματικού μου:

“Ακούμπησε την ζωή σου στα χέρια του Θεού και της Παναγίας”.

Ελένη

Πηγή:


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΣΗ 


<>









Ιάπωνας παλαιστής βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός

Από τα παιδικά του χρόνια ασχολήθηκε με τις πολεμικές τέχνες, οι οποίες τον ώθησαν στην μελέτη των παραδοσιακών ανατολικών θρησκειών και ειδικά στον Βουδισμό.

Μετά από διάστημα πολλών χρόνων ο Τοκάσι Κίσι γνώρισε τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα να διαβάσει πάρα πολλά βιβλία.

Ο Χριστιανισμός για τον Τοκάσι ήταν μια ακόμη ηθική διδασκαλία και φάνηκε σ΄ αυτόν κάτι σαν τον Βουδισμό.

Μετά από μια επίσκεψή του στην Ρωσία, ένιωσε εσωτερικά μια επιθυμία να μάθει περισσότερα για την ορθοδοξία.

Η επιθυμία του να γίνει Χριστιανός έγινε ακόμη πιο ισχυρή μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, όπου μετά από Κατήχηση στην Ιαπωνική γλώσσα, αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επισκεπτόμενος πριν λίγο καιρό ξανά την Ρωσία, ανακοίνωσε την επιθυμία του να βαπτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τελικά με ευλογία του Μητροπολίτη Μπέλγκοροντ κ. Ιωάννη, ο Ιάπωνας μαχητής πολεμικών τεχνών, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα του Αγίου και Βαπτιστού Ιωάννη.


<>










Από τον διαλογισμό και την μαγεία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

Αναφέρει κάποιος Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός την προσωπική του μεταστροφή από τον διαλογισμό και την μαγεία στην Ορθόδοξη Πίστη :

Έκανα κι εγώ διαλογισμό κάποτε, είχα φτάσει σε σημείο να ελέγχω διάφορα πράγματα, να παίρνω άφατη ενέργεια, ηρεμία και χαρά όμως όταν κουνούσα αντικείμενα με τη σκέψη, μέσα μου ένιωθα ότι δεν ενεργούσα εγώ αλλά κάποιος άλλος στη θέση μου... μίλησα με τον πνευματικό μου και έκοψα εντελώς με αυτές τις ασχολίες. 

Όταν μας λένε τα χαρτιά ή τον καφέ ή όποια μορφή μαντείας, συμβαίνει το εξής: το παρελθόν και το παρόν, όπως είπες, ο διάβολος τα γνωρίζει, το μέλλον όμως, δεν το γνωρίζει, όπως και κάθε ανομολόγητη σκέψη μας. Γνωρίζει όμως εμάς πολύ καλά, παίζει την ψυχολογία μας και το σκεπτικό μας στα δάχτυλα, (κι όχι μόνο ημών αλλά και όλων των προσώπων με τα οποία σχετιζόμαστε ή κρίνει ότι θα σχετιστούμε) οπότε καταλαβαίνει πώς θα ενεργήσουμε σε κάθε μελλοντική κατάσταση και μας το αποκαλύπτει μέσω του μάντη, οπότε εμείς, λέμε ωωω, όλα μου τα βρήκε ο/η τάδε!  

Ο Χριστός όμως είναι εκεί για να μας αγκαλιάσει και να κάτσει να ακούσει τον πόνο μας και να σκουπίσει τα δάκρυά μας, όταν την πατήσουμε, και το Άγιο Πνεύμα για να εμποδίσει περαιτέρω πλάνες.


<>








Ένας πρώην Βραχμάνος μεταστράφηκε με όλη του την οικογένεια στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν

Ένας μικρός Ρωσικός Ορθόδοξος Ι. Ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στο Bangalor της Ινδίας.

Μεταξύ των ενοριτών είναι ένας πρώην Βραχμάνος, ο οποίος μεταστράφηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν.

Πηγή:


ORTHODOX CHRISTIANITY

<>





Μια ιστορία, που θα είναι εντελώς απλή. Η μαμά και η κόρη της πάνε για μια βόλτα. Και πού δεν πήγαν; Φτάνοντας έξω από το ναό, αυθόρμητα η κόρη τρέχει στο ναό. Φανταστείτε την σαν ένα ψίχουλο, ένα βαρελάκι με παχουλά πόδια, θυμάμαι το φορεματάκι της με τρούφες και σε μπλε χρώμα. Οι μπούκλες της σαν λινό, ροδοκόκκινη, σαν πραγματική κούκλα. Κι όμως αυτή η κούκλα προσπαθεί να σκαρφαλώσει στα σκαλιά. Βοηθάει τον εαυτό της με τα χεράκια της, αγκομαχώντας. Στην αρχή, η μητέρα της φοβήθηκε και την πήρε από τα σκαλιά. Μα τι ακολούθησε εδώ! Η τρομπέτα της Ιεριχώς. Η μαμά της έλεγε: «Λοιπόν, μην κλαις, είσαι πριγκίπισσα, οι πριγκίπισσες δεν κλαίνε»... Κι ακόμη μηχανεύτηκε να πει: «Τα κορίτσια δεν κλαίνε. Δεν μπορούσα να κρατηθώ και φώναξα από τη βεράντα: «Ναι, μα δεν έχετε μόνο μια πριγκίπισσα εκεί, αλλά έναν ολόκληρο στρατηγό, μια τέτοια φωνή μπορεί να δώσει μόνο εντολές!» Γέλασαν. Η πριγκίπισσα σπάραζε, σπαρταρούσε στα χέρια της μητέρας της και πάλι εκεί στις σκάλες, ήθελε να σκαρφαλώσει. Της άπλωσα το χέρι μου, αυτή με κοίταξε έτσι, λέγοντάς μου, όχι δεν χρειάζομαι βοήθεια, μπορώ μόνη μου! Και σκαρφάλωσε, ανέβηκε. Και εκεί, μέσα στο ναό, σάστισα για λίγο κρατώντας το ένα χέρι εγώ και το άλλο η μητέρα της. Έτσι περπάτησα μέσα στο ναό μαζί τους, τους εξήγησα τα πάντα και τους έδωσα κεριά για να ανάψουν.

Και ενώ η μαμά της ήταν μαζί τους, η πριγκίπισσά μας έτρεξε ήδη στην Θεία Κοινωνία. Και ακούω σε όλο το ναό πώς φώναζαν το όνομά της: «Αν-γκε-λί-να!»

Αυτή η μητέρα δεν ανησύχησε άλλο πια κι έτσι η πριγκίπισσά μας άρχισε να τρέχει στο ναό συχνά. Και στις ακολουθίες τις εσπερινές στην αρχή. Άρχισαν να την πλησιάζουν μαζί με τη μαμά της στο ευχέλαιο.

Και κάποιο πρωϊνό έφτασαν. Και ενώ η μαμά της ήταν μαζί τους, η πριγκίπισσά μας έτρεξε ήδη στην Θεία Κοινωνία. Και ακούω σε όλο το ναό πώς φώναζαν το όνομά της: «Αν-γκε-λί-να!». Μαμά, κοίταξέ με για ένα λεπτό... αυτό ήταν όλο. Και μετά άρχισαν να προσέρχονται μαζί. Και στη λειτουργία και στη μετάληψη. Πρόσφατα, είδα τον μπαμπά της μαζί τους. Λοιπόν, πώς; Αυτό ήταν όλο, η κόρη τους έδειχνε τη διαδρομή. Μπράβο. Και είπα: στρατηγός θα γίνει.


https://gr.pravoslavie.ru/165881.html

<>




Περί τίνος πρόκειται! Να, εδώ στο ναό όπου δουλεύει η φιλενάδα μου, η Ιρίνα Μιχάηλοβνα, συνέβη. Η οικογένεια ήρθε για την εορτή, «για να καθίσουν στη λειτουργία». Είχαν το γιο και την κόρη τους. Εορτασμός, πολλοί άνθρωποι, τα παιδιά πήγαιναν μπροστά για να βάλουν κεριά. «Βαντ, πού είναι η Μαρίνκα;» - «Ω, αυτή δεν ήρθε;» Φοβήθηκαν. Μα η Μαρίνκα τήρησε τη δέουσα σειρά και κοινώνησε. Η οικογένεια παρέμεινε μετά τη λειτουργία για να μιλήσει με τον ιερέα. Αποδείχθηκε, ότι η Μαρίνκα ήταν αβάφτιστη. Κάποια από τις θείες της απαίτησε να την δώσουν σε βαφτισιμιούς, οι οποίοι υποσχέθηκαν ότι θα τηλεφωνήσουν για να έρθουν από την πρωτεύουσα, αλλά τα χρόνια πέρασαν κι έτσι το κορίτσι έμεινε χωρίς να λάβει το Βάπτισμα. Ο ιερέας ήξερε κάποιον κανόνα: ότι εάν κάποιος, όπως έλεγαν, κοινωνούσε εν αγνοία του, τότε θα έπρεπε επειγόντως να βαφτιστεί εκεί. Οι γονείς συμφώνησαν αναμφισβήτητα. Και νονά κατέστη η φίλη μου, η Ιρίνα Μιχάηλοβνα. Τώρα αυτοί δεν έρχονται μόνο για «να καθίσουν στις γιορτές». Αλλά και προσεύχονται, και, όπως λένε, άλλαξαν πολλά στη ζωή τους.


https://gr.pravoslavie.ru/165881.html

<>




Οι ενορίτες, μου το διηγήθηκαν αυτό. Μια οικογένεια πήρε ένα ορφανό αγοράκι, του οποίου οι μακρινοί συγγενείς είχαν πεθάνει. Δεν ξέρω από ποιες δοκιμασίες κατάφερε να περάσει, καθόσον ήταν σχεδόν αμίλητος, όπως θα λέγαμε σήμερα, μουγγός. Μερικές φορές άρθρωνε μια λέξη, μα μετά παρέμενε σιωπηλός για μέρες. Οι γιατροί διέγνωσαν κάτι δύσκολο, δεν ξέρω λεπτομέρειες: το κεφάλι του, είπαν, δεν είναι στα καλά του. Ο σύζυγος, αλλά και η σύζυγός του, φοβήθηκαν: θα υστερήσει στην ανάπτυξη, δεν θα είναι σε θέση να διαβάσει, να το πάρει πάνω του σε όλη του τη ζωή και εκτός αυτών, είναι και σε ηλικία που πρέπει να πάει σύντομα στο σχολείο, μα πώς θα πάει; Και εκεί που τα έλεγε αυτά, αυτή, η γυναίκα, όπως την κατάλαβα δραστήρια, μεσήλικας ήδη, του λέει: για τι πράγμα βρίσκομαι στη ζωή, για να αλατίζω το καθετί; Μα εδώ υπάρχει ζωντανός άνθρωπος, ποιος θα τον φροντίσει, αφού όλοι τον απορρίπτουν; Θα τον μεγαλώσουμε και θα τον σπουδάσουμε! Μ’ ένα λόγο, τον πήραν. Το αγοράκι ήταν σεμνό και ήσυχο. Μια μέρα ο σύζυγος λέει στη σύζυγό του: «Γιατί κουνάει τα χέρια του εκεί, στη γωνία; Δεν βλέπεις κάτι ιδιαίτερο;». Εκείνη το κοίταξε προσεκτικά: ναι, δεν τα κουνάει, κάνει το σταυρό του! Σημαίνει, πως κάπου του το έμαθαν. Στην αρχή δεν άρεσε αυτό στον σύζυγό: «Να το ξεμάθει, έλεγε, οπωσδήποτε». Η σύζυγος αρνήθηκε. «Άκουσε, του λέει, το παιδί έχει ήδη βιώσει πολλά σε ένα πλήρες πρόγραμμα, ενώ στη μετέπειτα ζωή του δεν ξέρω καν τι τον περιμένει. Πρέπει να τα ξεγράψει όλα αυτά; Προσεύχεται, κάπως με τον δικό του τρόπο, ας προσεύχεται, δεν θα χειροτερέψει κάνοντας αυτό».

Οι μέρες περνούσαν, προσκάλεσε κάποιους ειδικούς, τα μελετούσε αυτά. Έπεισε τον σύζυγό της, στη γωνία όπου το αγόρι έκανε το σταυρό του, να βάλει μια εικόνα, την βρήκαν κιόλας. Επικαλέστηκε έναν ψυχολόγο που της είπε: αφού το αγόρι προσεύχεται, σημαίνει ότι υπήρχαν κάπου στο παρελθόν εικόνες δίπλα του, και έτσι τώρα θα είναι πιο ήρεμος. Άρχισε να την αποκαλεί μαμά.

Στην αρχή πήγαιναν στο ναό, «για να κάνουν καλό για το παιδί, αλλιώς τους ταλαιπωρούσε» και στη συνέχεια άρχισαν να προσεύχονται μαζί του

Και να κάποια στιγμή έρχεται και της δείχνει τα χείλη του. Σκέφτηκε ότι του πονάει κάτι. Και της λέει: «Μαμά, κοινωνία!» Εκείνη δεν κατάλαβε τη λέξη την πρώτη φορά. Μετά πήγε να δει πώς ήταν το παιδί. Το αγόρι ήταν συνήθως ήσυχο, πολύ ήσυχο, αλλά από αυτό δεν έφευγε, επίμονα έλεγε: «Κοινωνία!» Η μαμά δεν περίμενε ούτε τον σύζυγό της, ούτε τους ψυχολόγους, αμέσως τηλεφώνησε στο ναό και τους είπε: αυτό κι αυτό, πότε μπορεί ένα παιδί να έρθει στην Κοινωνία; Της εξήγησαν. Το πήρε μαζί της και πήγαν στο ναό. Μόλις το παιδί μπήκε στο ναό, λένε, αμέσως έλαμψε.

Λοιπόν, η κατάσταση έφτασε να τον συνοδεύουν στις λειτουργίες. Στην αρχή πήγαιναν στο ναό, «για να κάνουν καλό για το παιδί, αλλιώς τους ταλαιπωρούσε» και στη συνέχεια άρχισαν να προσεύχονται μαζί του. Δεν ξέρω πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα σε αυτούς περαιτέρω, αλλά οι ίδιοι επισκέπτονταν συνεχώς τις λειτουργίες. Το σίγουρο ήταν, ότι με τη βοήθεια του Θεού, εκεί αμέσως άρχισε και η πρόοδος ως προς τη θεραπεία του. Ακόμη, δε γνωρίζω, αν το έγραψαν σε ένα κρατικό σχολείο ή σε ένα ειδικευόμενο σχολείο, αλλά σίγουρα σε σχολείο όπου φοιτούσαν υγιή παιδιά. Και ήδη μελετά καλά, κι αυτό είναι βέβαιο.

https://gr.pravoslavie.ru/165881.html

<>





Και μια ακόμα ιστορία υπάρχει και είναι δύσκολη. Μια νεαρή γυναίκα αποφάσισε να φέρει το μωρό της για να κοινωνήσει. Τους έφεραν οι φιλενάδες της που ήρθαν για παρέα. Την Κυριακή, το λοιπόν, πήρε το μωρό από τη γιαγιά του, δηλαδή από την πεθερά της, και το έφερε στο ναό. Αλλά η κορούλα της φώναζε, δεν μπορούσαν να την μεταλάβουν. «Συμβαίνει», είπαν οι φιλενάδες.

Αποφάσισε να προσπαθήσει ξανά, την επόμενη Κυριακή. Αυτή τη φορά είχε ήδη πει στην πεθερά της πού θα πήγαινε. Εκείνη ήρθε μαζί τους. Έφτασαν. Η κορούλα πάλι φώναζε. Η πεθερά λέει: «Το βλέπεις, δεν θέλει! Μην πας άλλο, να μην ντροπιαστείς, το παιδί ουρλιάζει!».

Κάποιον τον φέρνουν στο ναό κρατώντας τον από το χέρι από την παιδική του ηλικία. Και κάποιος άλλος φέρνει ο ίδιος τους γονείς του εκεί. Μα όλα αυτά είναι μόνο για καλό

Μα η γυναίκα δεν τα παράτησε. Την επόμενη μέρα πήγε στον καθεδρικό ναό με το παιδί. Ετοιμάστηκε, έντυσε την κόρη της και πήγαν. Και όλα ήταν μια χαρά, τελικά το μωρό μετέλαβε των Αγίων Μυστηρίων. Η μαμά ήταν χαρούμενη. Γυρίζει στο σπίτι και εκεί άρχισε να σκέφτεται κάτι. Πήρε το κοστουμάκι του παιδιού από το καλάθι για τα άπλυτα ρούχα, το οποίο δώρισε στην κόρη της η πεθερά της και άρχισε να το ανασκαλεύει. Σκέφτηκε, ότι η πεθερά της, όταν το παιδί ήταν στο σπίτι της, του το φόρεσε και με αυτό ήρθε στο σπίτι. Καθώς το έπιασε, ένιωθε κάτι ραμμένο στην τσέπη του. Την ξήλωσε και ήταν ιερείς άγιοι! Υπήρχε κάτι... Ειδικότερα, κάτι σαν φυλαχτό. Τότε αυτή τηλεφώνησε στην πεθερά της: «Τι είναι αυτό; Το παιδί θα μπορούσε να πληγωθεί..». Λοιπόν, ας φωνάζουμε! «Ράψε το πάλι, είναι για τη βασκανία, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, το πήρα για την εγγονή μου στη γιαγιά»... Η νεαρή μητέρα σχεδόν λιποθύμησε: ποια άλλη «γιαγιά»;! Τραντάχτηκε, τηλεφωνεί στο σύζυγό της. Ο σύζυγος, κι αυτός σοκαρισμένος. Με μια λέξη, είχε μια σοβαρή συζήτηση με τη μητέρα του, αλλά εκείνη καθόλου δεν πτοήθηκε: «Πρέπει να το φέρουμε στη γιαγιά, για να το ξηλώσει, όπως και το έραψε». Της είπε: «Παρόλο που είσαι η μητέρα μου, θα έχεις την εγγονή μόνον αφού σταματήσεις να ασχολείσαι με αυτό το αίσχος!». Το λοιπόν, αυτή η «γιαγιά» αποδείχθηκε πιο σημαντική από την εγγονή της, δυστυχώς. Ο νεαρός δεν γνώριζε, ότι η μητέρα του έδειχνε τόσο ενδιαφέρον. Οι γονείς με το παιδί στην αγκαλιά τους πήγαν να συμβουλευτούν τον ιερέα. Όλα ήταν καλά με αυτούς πλέον. Και το μωρό μεγαλώνει, και οι τρεις τους μαζί πάνε στο ναό τώρα. Και να, επίσης: η μητέρα δεν θα έφερνε το παιδί στο ναό, αν δεν γνώριζαν τι έκανε εκεί η γιαγιά. Για την βασκανία, το να φοράει φυλαχτό η εγγονή σου είναι απαραίτητο να το σοφιστείς... Ο φόβος.

Να, έτσι συμβαίνει. Κάποιον τον φέρνουν στο ναό κρατώντας τον από το χέρι από την παιδική του ηλικία. Και κάποιος άλλος φέρνει ο ίδιος τους γονείς του εκεί. Όλα συμβαίνουν, όλα μας δίνονται από τον Κύριο. Μα όλα αυτά είναι μόνο για καλό.

https://gr.pravoslavie.ru/165881.html

<>








«Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τῆς ἄλλοτε ὑπεύθυνης τῆς κομμουνιστικῆς νεολαίας στήν πολύπαθη χώρα τῆς Ρωσίας καί καθηγήτριας τῆς Μαρξιστικῆς φιλοσοφίας Τατιάνας Γκορίτσεβα: “Ἀρχίζει νά μέ ρωτᾶ”, λέει γιά τόν πρῶτο ἐξομολόγο της παπα-Ἑρμογένη, “γιά τίς τρομακτικές καί κυριώτερες ἁμαρτίες μου· πρέπει νά ξεσκεπάσω ὅλη τή βιογραφία, αὐτή τή ζωή τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ματαιότητος, μοιρασμένη ἀνάμεσα στήν ἔπαρσι, στήν περιφρόνησι καί στήν καυτή ἐπιθυμία γιά ἐπικοινωνία. Τοῦ ἀπαριθμῶ τή μέθη, τήν πορνεία, τούς ἀποτυχημένους γάμους, τίς ἐκτρώσεις, τήν ἀνικανότητα νά ἀγαπήσω. Στή συνέχεια τή yoga καί τήν ἐπιθυμία μου νά πραγματωθῶ, νά γίνω θεός, χωρίς ἀγάπη καί χωρίς μετάνοια. Ἡ ντροπή μέ ἐμποδίζει νά μιλῶ, τά δάκρυα μέ πνίγουν. Στό τέλος τοῦ ζητῶ:
—Θέλω νά ὑποφέρω γιά ὅλες μου τίς ἁμαρτίες, θέλω νά ἐξαγνισθῶ ἔστω καί γιά λίγο. Δῶστε μου ἕνα κανόνα, σᾶς παρακαλῶ!”.
Καί ἀκολούθησε τό μεγάλο θαῦμα! Μιά ψυχή ἀκόμη ἀναστημένη παραδόθηκε στόν Ἀναστάντα!»(ΓΖ, 75).

<>






Ὁ γυιός μου, δυστυχῶς ἦταν ψυχρός ὡς πρός τήν Πίστι. Ἐγώ τόν ἔβλεπα, ὑπέφερα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτε. Μόνο προσευχόμουν.
Ὅταν παντρεύτηκε, τοῦ πήρα μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τοῦ τήν χάρισα γιά νά τή βάλη σπίτι του. Ἀρνήθηκε νά τήν πάρη!
—Ποιός θά σέ προστατεύη παιδί μου;, τόν ρώτησα μέ πόνο.
—Δέν θέλω προστασίες!, ἦταν ἡ ἀπάντησί του.
Τότε πού ἦταν οἱ δρόμοι κλεισμένοι ἀπ᾽ τό μπλόκο τῶν ἀγροτῶν, χρειάστηκε νά ταξιδέψη, γιά τίς ἀνάγκες τῆς δουλειᾶς του. Τόν συμβούλεψα νά εἶναι προσεκτικός, γιατί φοβόμουν, ἔτσι πού ἦταν νευρικός, νά μήν μπλεχτῆ σέ καμμιά φασαρία.
Μοῦ ἀπάντησε:
—Ἐγώ μάνα, θά περάσω, ὅ,τι καί νά γίνη!
“Παναγία μου, φώτισέ το”, εἶπα μέσα μου καί τοῦ ἔβαλα στό αὐτοκίνητο μπροστά μιά χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Παναγίας, τήν ὁποία εἶχα πάρει ἀπ᾽ τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, στήν τελευταία ἐπίσκεψί μου. Αὐτή τή φορά, ὁ γυιός μου παραδόξως δέν ἀντέδρασε.
Ὅταν γύρισε ἀπό τό ταξίδι, φαινόταν βαθειά συγκλονισμένος.
Μέ φανερή συγκίνησι καί μέ ταπεινή φωνή μοῦ διηγήθηκε:
“Στό δρόμο Ἀθηνών-Λαμίας, μιά βαρυφορτωμένη νταλίκα, πού εἶχε καταφέρει νά παρακάμψη τά ἐμπόδια, ξαφνικά παρέκλινε πρός τή λωρίδα τή δικιά μου, ἐνῶ συγχρόνως ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Ἐγώ σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο, δέν εἶχα καθόλου περιθώριο νά ξεφύγω. Ἡ ἀπόστασι πού μᾶς χώριζε ἦταν ἐλάχιστη. Καί νά φρενάριζε ἡ νταλίκα, δέν προλάβαινε νά σταματήση ἔγκαιρα. Ἐγώ πάγωσα! Κατάλαβα πώς ἡ ζωή μου τελείωνε. Τό μόνο πού πρόλαβα ἦταν νά φωνάξω:
—Παναγία μου!
Τότε συνέβη τό ἑξῆς καταπληκτικό: Ἡ χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού μοῦ εἶχες βάλει μάνα στό αὐτοκίνητο, σηκώθηκε στόν ἀέρα, στροβιλίστηκε καί κόλλησε στό παρμπρίζ, μέ πρόσωπο κατά ἔξω!
Συγχρόνως ἡ νταλίκα σέ μιά ἀπόστασι ἐνάμισυ μέτρο περίπου, σταμάτησε ἐπί τόπου! Κυριολεκτικά καρφώθηκε μέ ἕνα φοβερό τράνταγμα! Κατέβηκε τρομαγμένος ὁ ὁδηγός τῆς νταλίκας καί μοῦ λέει συγκλονισμένος:
—Ποιός μέ σταμάτησε φίλε μου; Μέ τό φορτίο πού ἔχω, δέν σταματοῦσα μέ τίποτε!
Ἐγώ τρέμοντας ἀπ᾽ τήν ταραχή μου, γύρισα καί εἶδα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἦταν ἀνεξήγητα ἀκόμα κολλημένη στό παρμπρίζ. Σήκωσα τό χέρι καί τοῦ τήν ἔδειξα, λέγοντάς του:
—Ἡ Παναγία μας ἔσωσε!”. 
Ἀπό τότε ὁ γυιός μου ἔγινε πιστός Χριστιανός, χάρις στήν Παναγία, τήν ὅποία ὑπερευχαριστώ!


<>





«Ἦταν ἡ πρώτη φορά μετά τά νεανικά μου χρόνια, πού ἔκανα συνειδητά ἐξομολόγησι, στον π. Σαράντη Σαράντο του Αμαρουσίου Αθήνας (+2021). Ἦταν μιά πνευματική ἀνάτασι, πού μοῦ ἔφερνε δάκρυα στά μάτια. Ὅταν κάποτε ἔφθασε ἡ σειρά μου νά πάω κοντά του, μέ κοίταξε καί ἡ πρώτη ἐρώτησι, πού μοῦ ἔκανε, ἦταν:
—Πόσα παιδιά ἔχεις;
Ἀπάντησα ὅτι ἔχω δύο: Τόν Ἀπόλλωνα μεγαλύτερο καί τόν Ἀλέξανδρο μικρότερο. Δέν εἶπε τίποτε. Ἄκουσε ὅσα εἶχα νά τοῦ πῶ κι ὕστερα μ᾽ ἔβαλε κάτω ἀπ᾽ τό πετραχήλι, ἔκανε τήν προσευχή καί μέ εὐλόγησε. Τοῦ φίλησα τό χέρι καί στή συνέχεια πῆγα κοντά στίς φίλες μου, γιά νά φύγουμε. Ἡ ὥρα ἦταν περασμένη, περίπου μία τό βράδυ. Οἱ φίλες μου παρατήρησαν ὅτι ἤμουν σκεπτική. Προχωρήσαμε ἀργά στόν ἥσυχο δρόμο. Ξαφνικά εἶδα τόν π. Σαράντη νά τρέχη πίσω μας καί νά μέ φωνάζη, νά πάω ξανά κοντά του. Κι ἐγώ καί οἱ φίλες μου, μείναμε ἄναυδες. Ὁ π. Σαράντης εἶχε ἀφήσει τούς ἀνθρώπους, πού τόν περίμεναν κι ἐρχόταν πίσω μου. Ἔτρεξα κοντά του καί μπήκαμε πάλι στήν ἐκκλησία. Τόν κοιτοῦσα μέ ἀπορία κι ἔμεινα ἔκπληκτη, ὅταν τόν ἄκουσα νά μοῦ λέει:
—Πές μου πάλι τά ὀνόματα τῶν παιδιῶν σου. 
Τά ἐπανέλαβα. Γονάτισα καί ἔβαλε πάλι τό πετραχήλι στό κεφάλι μου. Ἀφοῦ προσευχήθηκε, σηκώθηκα καί μοῦ εἶπε ἁπλά: 
—Στό καλό νά πᾶς.
Βγῆκα ἔξω. Οἱ φίλες μου εἶχαν μείνει ἐμβρόντητες. 
—Αὐτό δέν ἔχει ξαναγίνει, μονολόγησαν. Νά τρέξη ἔτσι, μέ ἀγωνία νά σέ καλέση πίσω... Κάτι σημαίνει.
Τό τί σημαίνει τό κατάλαβα λίγες ὧρες ἀργότερα, ὅταν ἐπέστρεψα σπίτι μου. Ὁ γυιός μου, ὁ Ἀπόλλων ἦταν ἕνα παιδί στήν ἐφηβεία μέ τίς τρέλλες αὐτῆς τῆς ἡλικίας καί εἶχα ἀνησυχήσει. Προσευχήθηκα μήν τοῦ συνέβη τίποτε κακό. Ξαφνικά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε μέσα ὁ Ἀπόλλων, σέ μιά κατάστασι, πού δέν τόν εἶχα ξαναδεῖ ποτέ. Καλά-καλά δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του. Ἦταν χλωμός καί ἡ ἔκφρασί του ἔδειχνε τόν ψυχικό του κλονισμό. Σωριάστηκε σέ μιά καρέκλα καί φώναξε:
—Ὑπάρχει Θεός!
Τόν κοίταξα ἔντρομη, καθώς εἶδα κάτι μικρά χτυπήματα, μώλωπες καί γδαρσίματα. 
—Ὑπάρχει Θεός, μ᾽ ἀκοῦς;
Ὅταν μπόρεσε νά πάρη κανονικές ἀναπνοές καί νά συνέλθη, μοῦ ἀφηγήθηκε τό ἀπίστευτο περιστατικό, πού τοῦ συνέβη. Ἐπέστρεφε μέ τό αὐτοκίνητό του ἀπ᾽ τή λεωφόρο, πού βγαίνει στό Γαλάτσι, ὅταν ξαφνικά εἶδε ἀπ᾽ τήν ἀπέναντι πλευρά ἕνα φορτηγό νά τρέχη κατά πάνω του, μέ ἰλιγγυώδη ταχύτητα. Ὁ Ἀπόλλων στήν προσπάθειά του νά τόν ἀποφύγη, ἔπεσε σέ μιά διαχωριστική σιδερένια μπάρα. Ἡ ταχύτητα ἦταν τέτοια, πού ἡ σιδερένια μπάρα, ἔκοψε τό αὐτοκίνητο στή μέση! Τό παιδί ἔνοιωσε μιά δύναμι νά τόν σπρώχνη στό ἀριστερό μέρος τοῦ ὁδηγοῦ. Μέ τόν τρομερό κρότο, πετάχτηκαν ἔξω ἀπ᾽ τά γύρω μπαράκια καί κέντρα οἱ θαμῶνες. Ἔντρομοι ἀντίκρυσαν τά συντρίμμια τοῦ αὐτοκινήτου. Πλησίασαν μέ τήν βεβαιότητα, ὅτι ὁ ὁδηγός ἦταν ὁπωσδήποτε νεκρός. Κι ὅταν εἶδαν τόν Ἀπόλλωνα νά ἀναδύεται μέσα ἀπ᾽ τά συντρίμμια καί τίς λαμαρίνες, δέν πίστευαν αὐτό πού ἔβλεπαν. Ἔτρεξαν κοντά του. Ἄλλοι ἔκλαιγαν συγκλονισμένοι καί ἄλλοι τόν χάιδευαν. Τόν πῆραν μέσα νά τοῦ δώσουν νά πιῆ νερό καί προσπαθοῦσαν νά δοῦν ποῦ εἶχε χτυπήσει. Δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν ὅτι εἶχε μόνο ἐπιπόλαια τραύματα. Τόν κράτησαν κοντά τους, ὅσο χρειαζόταν, γιά νά τόν συνεφέρουν κι ὕστερα τόν ἔφεραν σπίτι.
—Μάννα, ὑπάρχει Θεός, ἐπαναλάμβανε ἐκεῖνος κάθε τόσο συγκινημένος. Τόν πῆγα στό νοσοκομεῖο, ὅπου διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε τίποτε καί τόν ἄφησαν νά φύγη. Τά συντρίμμια τοῦ αὐτοκινήτου τά μετέφεραν στό συνεργεῖο ἑνός φίλου μας φανοποιοῦ. Ὅταν τά εἶδε κι ἐκεῖνος καί ἡ σύζυγός του καί τοῦ εἴπαμε ὅτι ὁ Ἀπόλλων ζοῦσε, τόσο συγκλονίστηκαν, πού ἔβαλαν τά κλάμματα.
Ὁ π. Σαράντης, ὁ Ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος, “εἶδε” τί θά συνέβαινε σέ λίγο, γι᾽ αὐτό καί ἔτρεξε νά μέ ξανακαλέση κοντά του καί νά δώση τήν εὐλογία του. Κι αὐτή ἡ δύναμι, πού ἔσπρωξε δίπλα τόν Ἀπόλλωνα, σώζοντάς τον ἀπό βέβαιο φριχτό θάνατο, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς τοῦ π. Σαράντη. Ὅσο γιά τόν Ἀπόλλωνα, ἀπό τότε πιστεύει σταθερά στήν Ὀρθοδοξία καί προσεύχεται τώρα γιά τήν ὑγεία τῆς μικρῆς κορούλας του, τῆς Μιχαέλας. Ἀλλά καί ἡ σύζυγός του, ἡ Σέλμα ἔχει βαθειά πίστι. Κι αὐτή τή μεταδίδει στό παιδί, γιά νά βαδίση σωστά στή ζωή του»(ΣΣ, 388).

<>





π. Σαράντης Σαράντος: «Θά πῶ ἕνα παράδειγμα. Εἶναι παρμένο ἀπ᾽ τή Ρωσική περίοδο τῶν διωγμῶν τῶν ἑβδομήντα χρόνων, εἶναι περίπου στό μέσον. Εἶναι σκληρός ὁ διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν· ὡστόσο, ἕνας πνευματικός μένει στήν ἐκκλησία του καί ὅποιος μπαίνει στό Ναό καί ζητάει ἐξομολόγησι, ἐξομολογεῖ. Μπαίνει, λοιπόν, κάποιος καί τοῦ λέει: 
—Πάτερ, ἔχω ἕνα ἁμάρτημα νά σοῦ πῶ, λέει.
—Ποιό εἶναι, παιδί μου;
Λέει:
—Θέλω νά σοῦ πῶ, ὅτι εἶμαι ἄθεος. Δέν ἔχω νά σοῦ πῶ τίποτε ἄλλο. Εἶμαι ἄθεος.
Κόμπλαρε ὁ Πνευματικός.
—Τί νά τοῦ πῶ, λέει τώρα· μέσα του εἶπε: Τί νά τοῦ πῶ; Νά ἀρχίσω κι ἐγώ νά κάνω τό μπλά-μπλά, πού κάνουν τά φύλλα τους, πού κάνουν τά μέσα διαδόσεως τοῦ κομμουνισμοῦ;
Δίσταζε καί μονολογοῦσε ὁ παπᾶς, ἐνῶ δίπλα του ἦταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός:
—Μά δέν μπορῶ νά καταλάβω, πῶς εἶναι δυνατόν τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἄθεο. Μά δέν μπορῶ νά καταλάβω, πῶς εἶναι δυνατόν τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἄθεο.
Τό εἶπε κάνα δυό φορές ἀκόμα, καμμία σημασία στό διπλανό του, τό πνευματικό του τέκνο. Σηκώνεται αὐτός καί φεύγει. Περνᾶνε δέκα χρόνια, ψάχνει νά βρῆ τόν ἴδιο παπᾶ. Τόν βρίσκει. Κάθεται δίπλα του, λέει:
—Νά ἐξομολογηθῶ.
Καί τοῦ λέει:
—Πάτερ, εἶμαι ἐγώ αὐτός, πού πρίν δέκα χρόνια εἶχα ἔρθει καί σοῦ εἶπα ὅτι εἶμαι ἄθεος καί μοῦ εἶπες αὐτό:
—Μά δέν μπορῶ νά καταλάβω, πῶς εἶναι δυνατόν τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἄθεο. Κι αὐτό λέει, μπῆκε σάν σουβλί μέσα στό μυαλό μου καί θέλω νά σᾶς πῶ τώρα, ὅτι δέν εἶμαι ἄθεος. Λοιπόν, θά σᾶς κάνω τήν ὑπόλοιπη ἐξομολόγησί μου»(ΣΣ, 221).

<>





«῞Ἕνας ἁπλοϊκός Χριστιανός, χτίστης στό ἐπάγγελμα, ἐργαζόταν στό Ἅγ. Ὄρος καί καμάρωνε, γιατί ἔβλεπε ὁράματα, τά ὁποῖα, ὅπως ἰσχυριζόταν, ἦταν ἀπ᾽ τό Θεό. Πολλοί πίστευαν στά ὅσα ἔλεγε, ἐνῶ ἄλλοι ἀμφέβαλλαν γιά τή γνησιότητά τους. Κάποτε παρουσίασε καί ὀγκῶδες χειρόγραφο βιβλίο πού περιεῖχε ἀποκαλύψεις, προφητεῖες γιά τό μέλλον, πολέμους, ἐρχομό τοῦ Ἁγ. Κων/ντίνου, σημεῖα καί τέρατα καί πολλά ἄλλα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός προκαλοῦσε σύγχυσι στούς πατέρες, γι᾽ αὐτό μερικοί ἀπευθύνθηκαν στόν Ὅσιο Δανιήλ τῶν Κατουνακίων νά πῆ τή γνώμη του, διαβάζοντας καί τά χειρόγραφα τοῦ ὁραματιστῆ. Ὁ Γέροντας μόλις διάβασε τίς πρῶτες σελίδες, διαπίστωσε τήν πραγματικότητα καί εἶπε: “Ἐδῶ χορεύουν οἱ διάβολοι!”. Στή συνέχεια συνέταξε σχετικό κείμενο, πού ἀποδείκνυε τήν πλάνη καί ἄρχισε νά προσεύχεται γιά τόν πλανεμένο, ὁ ὁποῖος τελικά βρῆκε τό σωστό δρόμο, γιατί ὁ διάβολος ἀπό τότε πού ἀποκαλύφθηκε, σταμάτησε τίς ἐμφανίσεις»(ΝΓ, 22).

<>







1997: Η μεταστροφή του Αμερικανού φωτογράφου Douglas Lyttle από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Γράφει η Γιώτα Μυρτσιώτη στην Εφημερίδα “Η Καθημερινή”, 15/11/2017:

Το Αγιον Ορος για τον διακεκριμένο Αμερικανό φωτογράφο Ντάγκλας Λιτλ (Douglas Alfred Δημήτριος Lyttle) δεν ήταν μόνον ο τόπος έμπνευσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Ηταν η κιβωτός της Oρθοδοξίας όπου εμβάθυνε στις πνευματικές του αναζητήσεις επί 45 χρόνια. Η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία, η βάφτισή του με το όνομα Δημήτριος, οι 50.000 φωτογραφίες τις οποίες κληροδότησε στην Αγιορείτικη Φωτοθήκη της Μονής Σιμωνόπετρας και ο μνημειώδης τόμος του «Miracle on the Monastery Mountain» (2002) μαρτυρούν τη βαθιά και πολυετή σχέση του με την Αθωνική Πολιτεία.

Ο «μάστερ της φωτογραφίας» –τίτλος που έλαβε από το Σωματείο Επαγγελματιών Φωτογράφων της Αμερικής το 1966– απεβίωσε πριν από λίγες ημέρες στο Rotchester. Ηταν 98 χρονών.

Γεννημένος στην πόλη Three Rivers του Michigan το 1919, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Michigan ως χημικός με διακρίσεις αλλά εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στη φαρμακευτική έρευνα το 1961 για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Ανοιξε δικό του στούντιο ειδικευόμενος στη φωτογραφία πορτρέτου και αρχιτεκτονικών έργων. Το 1969 αποδέχθηκε μια θέση στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Rotchester (στο Κολέγιο Γραφικών Τεχνών και Φωτογραφίας), από το οποίο στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.

Ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1972. Τότε ξεκίνησε η σχέση του με την ελληνική μοναστική κοινότητα. Κατά τη διάρκεια πολλών ταξιδιών του στη χερσόνησο του Αθω, από το 1972 ώς το 1998, αποτύπωσε σε 50.000 εικόνες την πρόσφατη ιστορία του ιερού τόπου, απαθανατίζοντας, μεταξύ άλλων, ως κορυφαίος στην τέχνη του πορτρέτου, τους Αγιορείτες γέροντες που σημάδεψαν με τη ζωή και το έργο τους την ανανέωση του μοναχισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. «Ο Λιτλ δεν φωτογράφιζε για να κάνει τέχνη για την τέχνη», επισημαίνουν οι Αγιορείτες. «Τα έργα του αποπνέουν το πνευματικό υπόβαθρο της μοναστικής ζωής και από τα πορτρέτα του αναβλύζει το αληθινό πρόσωπο του Ορους».

Από τη μεταστροφή του στην Ορθοδοξία το 1997 (ανήκε στη Μεταρρυθμιστική Λουθηρανική Εκκλησία), υπήρξε πιστό μέλος της ορθόδοξης ενορίας του Αγίου Πνεύματος στο Rotchester, όπου έψαλλε στις ακολουθίες έως και δύο εβδομάδες πριν από την κοίμησή του.

Η δωρεά του αρχείου του στην Αγιορείτικη Φωτοθήκη ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του αποτελεί το επιστέγασμα της πίστης και της αγάπης του για την Αγιώνυμη Πολιτεία.


<>




π. Συμεών Γρηγοριάτης από το Περού - Από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, Ορθόδοξος Μοναχός στο Άγιο Όρος


Περουβιανός π. Συμεών Γρηγοριάτης:

«Μιά μέρα συνάντησα στό Παρίσι σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο ἕναν ὀρθόδοξο μοναχό πού ἐπρόκειτο ν᾽ ἀλλάξη ὁλόκληρη τή ζωή μου. “Ἡ ὀρθοδοξία ἀνακεφαλαιώνεται σ᾽ αὐτά τά λόγια, μοῦ εἶπε. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάριν καί μετοχήν. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὅταν βάλης ἕνα σίδερο στή φωτιά τό σίδερο γίνεται φωτιά διά τῆς συμμετοχῆς στό πῦρ, ἔτσι κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τοῦ θείου πυρός γίνεται κι αὐτός καί πῦρ καί φῶς καί θεός κατά χάριν”.

Αὐτός μοῦ εἶπε τότε ὅτι στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει μιά χερσόνησος ὅπου οἱ μοναχοί ἐπαναλαμβάνουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ὥσπου νά γραφῆ στίς καρδιές τους. Τόν ρώτησα τότε ἄν ὑπάρχουν ποιητές στήν ὀρθοδοξία καί μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, κι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ νέος θεολόγος, πού ἔγραψε ὔμνους ἔρωτος γιά τό Θεό.

Ὅμως, ἡ πρώτη μου ἐπαφή μέ τήν ὀρθοδοξία ἔγινε μιάν αὐγή στή Λίμα ὅπου μέ τόν ἀγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στούς ἄδειους δρόμους μετά ἀπό μιά νύκτα ἀγρυπνίας ὅπου φτιάχναμε ἕνα κολάζ. Αὐτή τήν ὥρα πέφτει μιά δροσούλα στή Λίμα, ἡ γῆ μυρίζει λιγάκι, κι ἐκείνη τήν ὥρα ξεφουρνίζουν τ᾽ ἀρτοπωλεῖα καί μυρίζει ψωμί ἡ ἀτμόσφαιρα. Μιά τέτοια ὥρα περάσαμε ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία κι ὁ Φερνάντο μοῦ πρότεινε νά μποῦμε:

—Εἶναι ὡραῖα ἐκεῖ μέσα: ἔχουν σταφύλια, κρασί, ἄρτους.

Ἐγώ φαντάσθηκα κάτι σάν ἀρχαιοελληνικό συμπόσιο καί φυσικά δέχθηκα (γέλια). Ἦταν ἀνοικτή, ἀλλά ἄδεια —λίγο πρίν ξημερώση. Μ᾽ ἐντυπωσίασε βαθειά ἡ σιγή πού βασίλευε ἐκεῖ, οἱ εἰκόνες στούς τοίχους καί τ᾽ ἀναμμένα καντήλια. Καί δεξιά μου ἕνα τραπεζάκι γεμάτο ἀρτίδια —τά πρόσφορα τά ὁποῖα συνηθίζουν νά κάνουν οἱ Ρῶσοι μοῦ φάνηκαν τόσο κομψά, καί νομίζω γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔκλεψα κάτι. Λίγο μετά τό ἄφησα πάνω στό πήλινο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ πού εἶχε φτιάξει ὁ Φερνάντο στό στούντιό του, καί λίγο ἀργότερα μ᾽ “ἔκλεψε” μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ὀρθοδοξία, ὅπως συνηθίζει».

Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη - Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011

https://agiosioannisdamaskinos.blogspot.com

ANT.

<>







Ο Μοναχός Αλέξιος από την Αλβανία διηγείται την μεταστροφή του από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία


Συναντήσαμε στους πρόποδες του Ταΰγετου τον μοναχό Αλέξιο με καταγωγή από το Βορρά της Αλβανίας. Μας υποδέχτηκε στο ησυχαστήριο στο οποίο μονάζει με τρεις ακόμη αδελφούς. Ο κήπος με τα φροντισμένα άνθη και φυτά, η αρμονία ανάμεσα στα έργα των ανθρώπων και τη φύση του Θεού, μας καθησύχασε πως εδώ οι άνθρωποι σέβονταν την κτίση και τον Κτίστη. Ο γέροντας του ησυχαστηρίου με πνεύμα ελευθερίας και μοιράσματος επέτρεψε τη συνέντευξη που με αρχοντική σεμνότητα μας παραχώρησε ο πατήρ Αλέξιος:

«Αδελφή μου, τ’ όνομά μου ήταν Αλέξανδρος κι έμενα στη Βόρεια Αλβανία μέχρι τα δεκαοχτώ. Η οικογένειά μου ήταν Ρωμαιοκαθολική, ενώ πολλοί συντοπίτες ήταν άθεοι. Βιώναμε τα πέτρινα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα. Τότε επικρατούσε η προπαγάνδα ότι η Ελλάδα ήταν εχθρική, αλλά όλα αυτά άλλαξαν μέσα μου με τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν: Πήρα μετάθεση στα τέλη της στρατιωτικής μου θητείας στους Αγ. Σαράντα. Μια μέρα πήγα μ’ έναν φίλο μου σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι του Αγ. Νικολάου, όπου τελούνταν η πρώτη θεία λειτουργία μετά από χρόνια. Αντικρύσαμε τις τοιχογραφίες με τα πρόσωπα των αγίων μουντζουρωμένα, ή ασβεστωμένα, με καρφιά στα πρόσωπά τους, ενώ στρατιώτες φεύγοντας λέρωναν τον τοίχο σκαλίζοντας τα ονόματά τους…! Με κατέκλυσε η μνήμη του σχολείου όταν μαθητής γυμνασίου διαβάζαμε στ’ αρχαία για τον Όμηρο και έλαμψε στο νου μου η φράση “H μακαρία Μεσσηνία”… Ήξερα για τους θαρραλέους Σπαρτιάτες, την εύφορη γη. Έτσι πήρα το πρώτο ερέθισμα να γνωρίσω την Ελλάδα.

Πήρα την ευχή των δικών μου και ξεκίνησα το ταξίδι καταλήγοντας από το Βορρά της Αλβανίας στο Νότο της Ελλάδος. Πρώτη μου εργασία, να καίω κλάρες ελιών σε κτήμα στα ριζά του Ταΰγετου. Ήταν Γενάρης του 1992, γύρω χιονισμένα και μπροστά ο Μεσσηνιακός κόλπος. Συνάντησα μετά μια συντροφιά ανθρώπων καλλιεργημένων που με προσέλαβαν για λίγες μέρες. Όταν τελείωσε η δουλειά πληρώθηκα, μα ο υπεύθυνος δήλωσε ότι δεν είχε επιπλέον χρήματα, αν όμως ήθελα, θα μου μάθαινε ελληνικά και πώς να γίνω άνθρωπος: “Να θρώσκετε προς τα άνω”. Αυτό με σημάδεψε. Τηλεφώνησα στους γονείς μου και μου έδωσαν την ευχή τους.

Εργαζόμουν και συγχρόνως κοντά τους μάθαινα ελληνικά και γερμανικά. Μυήθηκα στην Ορθοδοξία με ελευθερία που τη διοχέτευα στην καρδιά μου. Η συντροφιά αυτή αποτελούνταν από Θεολόγους και αρχαιολόγους. Πέρασαν χρόνια, ζυμώθηκαν τα πράγματα με συζητήσεις. Μάθαινα. Διδάχτηκα βυζαντινή μουσική.

Κάποτε αποφάσισαν να προσκυνήσουν στο Άγ. Όρος. Παρακάλεσα να πάω μαζί τους. Ήταν μεγάλη εβδομάδα. Η ομορφιά μού αποκαλύφθηκε όταν πήρα το καράβι για τη Δάφνη: οι λευκοί γλάροι, ο γαλάζιος ουρανός, το μπλε της θάλασσας μου θύμισε το στίχο του Ελύτη για το μπλε που ξόδεψε ο Θεός ώστε να μην τον βλέπουμε. Αισθάνθηκα την ομορφιά των κυπαρισσιών, τα χρώματα, τις ευωδιές. Όπως ανεβαίναμε φανταζόμουν πως τις νύχτες έβγαινε από την εικόνα το Άξιον εστί η Παναγία και πήγαινε να φροντίσει τους αδύναμους και μετά ξανάμπαινε στην εικόνα.

Μείναμε σ’ ένα Σιμωνοπετρίτικο κελί. Ήταν Μεγ. Πέμπτη. Εγώ θαύμαζα από το παράθυρο μια κερασιά, κι έβλεπα τους μοναχούς να πηγαινοέρχονται. Τότε ο γέροντας με πλησίασε και μου είπε ότι έφτασε η κατάλληλη ώρα να βαπτισθώ αν η ψυχή μου το ήθελε. Σαν τώρα θυμάμαι έφυγα από το κελί και κρυφά έκλαψα. Ήθελα να είχα κοντά τους γονείς μου, αλλά οι γονείς μου ήταν τα γεροντάκια του κελιού και οι φίλοι που με είχαν φέρει. Σε μια ώρα όλα ήταν έτοιμα. Έφεραν μια μεγάλη κολυμβήθρα από διπλανή μονή γιατί ήμουν 1.90.

Ωστόσο ενώ η κολυμβήθρα ήταν μικρή, ένιωθα σα να έμπαινα στον Ιορδάνη. Όλοι είχαμε αγωνία πως θα λουζόμουν από το δάχτυλο του ποδιού μέχρι την κεφαλή στο αγιασμένο νερό. Ο γέροντας με βύθισε με δύναμη καιέγινα σαν έμβρυο. Συγκίνηση ευλογημένη όταν αναδύθηκα την τρίτη φορά και είδα τα πρόσωπα των μοναχών φωτισμένα σαν αστέρια στον ουρανό.

Στην επιστροφή ο πρεσβύτερος της συντροφιάς μού λέει: “παιδί μου καλό ήταν θέλημα Θεού που ήρθε η βάπτισή σου τώρα. Εμείς θέλουμε να μονάσουμε σ’ ένα ησυχαστήριο”.

Η ευλογία του Αγ. Όρους και το βάπτισμα, μου δημιούργησαν την επιθυμία να ανιχνεύσω το κίνητρο και τα ερεθίσματα και να πω: “Ναι θα έρθω κι εγώ μαζί σας στον μοναχισμό”.

Θέλω, αδελφή μου, να πάω πίσω όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα και δούλευα καίγοντας τις κλάρες από τις ελιές, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Μ’ ένα τρόπο μοναδικό και θαυματουργικό, ενώ ψάχναμε σε όλα τα μέρη για έναν τόπο ησυχαστικό, όχι με την έννοια μακριά από τον κόσμο, αλλά κάπως απόμερα, έτσι ώστε κάπως να ησυχάζει η ψυχή και να μπορούμε να εργαζόμαστε τη φύση, μας είπε ένα ζευγάρι, “αν θέλετε ένα κτήμα που είναι έξω από το χωριό και βλέπει τον Ταΰγετο, το πουλάνε”. Ήταν το κτήμα του ανθρώπου, που είχε κοιμηθεί πια, στον οποίο είχα πάει για πρώτη φορά να δουλέψω και μάλιστα σε αυτό το κτήμα που αναφέρθηκα πριν. Βέβαια ο τόπος ήταν όλος πέτρες, βράχια κλπ. Λέω, εδώ σε αυτό τον τόπο, ας είναι όπως είναι, μετά από αυτό το θαύμα, θα καλλιεργήσω αυτή τη γη και ταυτόχρονα την ψυχή μου. Μετέφερα λοιπόν στους υπόλοιπους αδελφούς αυτή την εμπειρία. Την επόμενη μέρα ανεβαίνουμε στο κτήμα και η ομορφιά της φύσης και της θέας του Ταϋγέτου έκανε και τον γέροντα να δακρύσει. Είπε λοιπόν ότι αν συμφωνούμε όλοι -πάντα μας καλλιεργούσε μέσα μας την ελευθερία, ακόμα και στην υπακοή που γινόταν από σεβασμό και όχι από φόβο- θα πάρουμε αυτό το κτήμα.

Με τα λουλούδια του βουνού, διακόνησα στην ανθοδετική τέχνη, έμαθα να δημιουργώ συνθέσεις με ελάχιστα πράγματα, και απ’ αυτό καλλιεργήθηκε στο νου μου να μην είναι τίποτα βιομηχανοποιημένο, αλλά όλα χειροποίητα. Αν έρθει μια γιαγιά στο μοναστήρι κι έχω φτιάξει ένα σταυρουδάκι από τα αποξηραμένα και της το προσφέρω, η γιαγιά θα αισθανθεί τόσο ευλογημένη, τόση χαρά, που μου το ανταποδίδει με το χαμόγελό της.

Η προετοιμασία της κουράς μου ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός. Όταν ο γέροντας μου είπε ότι είναι η κατάλληλη ώρα να το ανακοινώσω στους γονείς μου που ήταν εκεί, της μητέρας μου μπορώ να πω ράγισε λίγο η καρδιά της. Γιατί ήμουν το μικρότερο παιδί και φανταζόταν και για μένα τις χαρές ενός γάμου. Ωστόσο, δεν δείλιασα και δεν άρχισα να εξηγώ και να προσπαθώ να την πείσω. Της είπα “μητέρα μου, δεν χαλαλίζεις ένα παιδί; Έχεις επτά παιδιά, έχεις τόσα εγγόνια… Δε χαλαλίζεις λοιπόν ένα παιδί να υπηρετήσει τον Χριστό και να υπηρετήσει κι εσάς, με τις προσευχές και την ευλογημένη καλογερική ζωή;”. Με αγκάλιασε δακρυσμένη και μου είπε “παιδί μου ξέρω ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Ό,τι η ψυχή σου επιθυμεί”. Παραπέρα ήταν ο πατέρας. Η μητέρα μου μου είπε να μην πω πολλά κι ότι θα μεσιτέψει η ίδια στον πατέρα. Όπως η Παναγία μεσίτευσε, έτσι κι εκείνη. Με αγκάλιασαν κι από κει ξεκίνησε ένας πνευματικός αγώνας σε προσωπικό επίπεδο, με πολλή ευτυχία. Γιατί δεν είναι λίγο να σου δώσουν την ευχή οι γονείς»

Ο μοναχός Αλέξιος μας άνοιξε την καρδιά του και αναφέρθηκε στην ημέρα της κουράς του, οπόταν του δώθηκε το όνομα του αγίου Αλεξίου, σ’ ένα ησυχαστήριο στη Βοιωτία. Αλβανός στη καταγωγή, ξένος όπως ο Χριστός, αλλά όχι μόνος, κλήθηκε μετά την τελετή της κουράς από τον τότε τοπικό μητροπολίτη να τραγουδήσει στα αλβανικά ένα τραγούδι του τόπου του, που πολλοί αρβανίτες της περιοχής άκουσαν κι ευφράνθηκαν.

Αναρωτιέται κανείς αν αυτό ήταν το “Ευτυχισμένο τέλος” μιας απόφασης να αφήσει κάποιος τα εγκόσμια;

Στο ερώτημά μας πώς περνά η ζωή, όταν καλείται ο μοναχός να ζήσει πρακτικά το βάρος της καθημερινότητας, τα βάσανα, τις ακυρώσεις, ο πατήρ Αλέξιος θα απαντήσει από την εμπειρία του:

«Με έμαθε ο γέροντας, να ζω στο νυν. Το νυν της θείας λειτουργίας, σε κάθε στιγμή της ζωής. Στο νυν της προσφοράς σ’ ένα συνάνθρωπο, με ένα λουλούδι, με την προσφορά ενός καφέ που τον κάνεις με αγάπη και όχι βαριεστημένα… Αυτό το νυν είναι πολύ σημαντικό και όλοι οι χριστιανοί πρέπει να το ζούμε και να το σκορπίζουμε στην οικουμένη.»

Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας μας με τη συνοδεία του ησυχαστηρίου ήρθε στη μνήμη ο στάρετς Ζωσιμάς που συμβουλεύει τους μοναχούς του, στο έργο “αδελφοί Καραμαζώφ”, πριν πεθάνει

«…Ν’ αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού. Δεν είμαστε αγιότεροι εμείς απ’ αυτούς που ζουν μέσα στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε εδώ πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους…»

Καταστάλαξε μέσα μας η ίδια αίσθηση ότι ο μοναχός Αλέξιος και οι αδελφοί του που προσεύχονται στους πρόποδες του Ταΰγετου, σαν ήρωες ενός βιβλίου της ζωής δεν νιώθουν αγιότεροι από άλλους στον κόσμο, αλλά κάνουν τον κόσμο δικό τους και τον αγαπούν με τον τρόπο που προτείνει ο Στάρετς Ζωσιμάς, ο Άγ. Πορφύριος κι ο Θεός.

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Πηγή:

http://orthodoxi-martiria.blogspot.com/2018/12/blog-post_9.html

<>









Burundi, Αφρικής: Η μεταστροφή του Αφρικανού Θωμά Manirampa από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

Ἕνα ἀπόγευμα ἦλθε στήν ἐκκλησία μας ἕνα σεμνό καί ντροπαλό παιδί. Μετά τόν Ἑσπερινό μιλήσαμε μαζί. Αὐτός ὁ νέος τελικά βαπτίσθηκε μαζί μέ τόν ἀνωτέρω Ἰωάννη.

Τίς ἐμπειρίες του τίς ἔγραψε ὁ ἴδιος στό χαρτί καί ἤδη τώρα σᾶς τίς παρουσιάζω μεταφρασμένες:

«Ἀγαπητοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,

Μέ μεγάλη χαρά σᾶς γράφω σήμερα γιά νά σᾶς γνωστοποιήσω τήν χαρά πού ἔζησα τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μου. Εἶμαι Μπουρουντέζος. Πρίν ἤμουν καθολικός στό θρήσκευμα. Οἱ γονεῖς μου καί τ᾿ ἀδέλφια μου παραμένουν ἀκόμη Καθολικοί.

Μία ἡμέρα περπατοῦσα στήν πόλι, ἔξω ἀπό τήν ὁδό πού εἶναι ἡ ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Κοινότητος τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν.

Ἄκουσα νά κτυπᾶ ἡ καμπάνα καί νόμισα ὅτι καλοῦσε καί μένα νά μπῶ μέσα σ’αὐτή τήν ἐκκλησία. Πράγματι, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ ὡδήγησε στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ὅπου προσευχήθηκα μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς. Μετά ζήτησα ἀπό τόν μοναχό-ἱεραπόστολο π. Δ. νά μοῦ ἐξηγήσει τίς διαφορές μέ τήν καθολική «ἐκκλησία». Μιλήσαμε μαζί.

Μοῦ ἔδωσε καί βιβλία καί κατάλαβα ὅτι ἐδῶ βρῆκα τήν ἀληθινή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία πού μέ ὤθησε νά βαπτισθῶ.

Μετά τήν βάπτισι, ἐκείνη ἡ ἡμέρα καθώς καί οἱ ἄλλες, λιγώτερο βέβαια, ἦταν ἡ εὐτυχέστερη ἡμέρα τῆς ζωῆς μου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἐπάνω μου. Εἶχα πολλές δυνάμεις νά μιλάω μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς. Μπῆκε ἡ ἀκράδαντη πίστις στήν καρδιά μου ὅτι εὑρίσκομαι μέσα στήν ἀληθινή ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Πρίν, παρότι κατοικοῦσα σέ ἀπόστασι 500 μέτρων ἀπό τήν πρώην ἐκκλησία μου, κι ὅμως δέν πήγαινα στήν λειτουργία τους. Καί τώρα περπατάω 6 χιλιόμετρα κάθε πρωΐ γιά νά φθάσω στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία.

Τώρα ἔχω μέσα μου πολλές δυνάμεις γιά νά τιμήσω τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μου καί νά ἐκτελέσω τά ἔργα Του.

Ἀληθινά σᾶς λέγω, Ἀδελφοί, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι πλέον μαζί μου. Σᾶς προσκαλῶ, χωρίς δισταγμό, ἐλᾶτε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐτό τόν δρόμο. Θά ζήσετε τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί θά λάβετε τό Ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα στήν ζωή σας. Ὅ,τι ἔργο κάνω, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός διότι τό βοηθεῖ καί τό κατευθύνει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ ζωή πού κάνω τώρα, δέν εἶναι ἀπ᾿ αὐτή τήν γῆ. Ἤδη τώρα εἶμαι μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στήν Βασιλεία Του ἐξ αἰτίας τῆς βαπτίσεώς μου.

Τελειώνω λέγοντας ὅτι τώρα ἔχω τήν δύναμι νά βαδίζω πάντοτε στήν ἁγιότητα κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μου.

Ὁ ἀδελφός σας Θωμᾶς Manirampa.

***

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, ἀπό τήν ἱεραποστολή τοῦ Κογκό, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.



<>









"Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν…" - Η μεταστροφή του Γάλλου Γεωργίου Λεσιέρ από τον Ρωμαιοκαθολικισμό Στην Ορθοδοξία


Με τον τίτλο αυτό δημοσιεύουμε επιστολή της κας Αικατερίνης Λεσιέρ, με την οποία εκφράζει τις ευχαριστίες της για την συμβολή της Ιεράς Μονής μας στην επιστροφή του μακαριστού συζύγου της Γεωργίου Λεσιέρ στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξο Εκκλησία μας.

Χρησιμοποιήσαμε τον τίτλο αυτό, γιατί αποτελεί λόγο του ιδίου του Γεωργίου Λεσιέρ που εκφράζει τον πόνο του για τους ομοεθνείς του, καθότι ο ίδιος Γάλλος, και γιατί πιστεύουμε ότι με το δημοσίευμα αυτό βοηθούμε και αυτούς που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει και γευθεί την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Η επιστροφή του Γεωργίου, βεβαίως, είναι κατ’ εξοχήν έργο της Θείας Χάριτος. Είναι η ανταπόκριση του Θεού στην αγαθή προαίρεση του, στον προσωπικό του πνευματικό αγώνα, που δεν ήταν παρά έκφραση της προσδοκίας για την συσσωμάτωσή του στην Αγία Εκκλησία. Είναι αναμφισβήτητα καρπός της αγάπης και της εμπόνου προσευχής της ευλαβούς συζύγου του και των πνευματικών πατέρων και αδελφών, που επωνύμως και ανωνύμως αναφέρονται στην επιστολή της κας Λεσιέρ.

Η προσφορά της Ιεράς Μονής μας έγκειται στην κατά θεία πρόνοια λειτουργία του εν Νέω Μαρμαρά Χαλκιδικής Μετοχικού αυτής και τα τελευταία έτη.

Πιστεύουμε ότι ο Γεώργιος, όπως το εζήτησε, διαφύλαξε καθαρόν τον χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος και τώρα αναπαύεται εν τη δόξη του Kυρίου. Πρεσβεύει για την οικογένεια του, τους πνευματικούς του αδελφούς, αλλά και για το κατά σάρκα γένος του. «Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν», έλεγε, όταν αναφερόταν σ’ αυτούς. Ήθελε να γνωρίζουν, εί δυνατόν όλοι, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που αυτός έντονα ζούσε μετά το Άγιο Βάπτισμα. Εκ πείρας πλέον ωμιλούσε ο Γεώργιος. Γι’ αυτό ήταν τόσο πειστικός, αλλά και έγινε τόσο αποδεκτός από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον και από όσους εκ του γένους του τον εγνώρισαν.

Έυχόμεθα ο Θεός να αναπαύει μετά Δικαίων το πνεύμα του, και τον παρακαλούμε να προσεύχεται προς τον Θεό και για μας που τον αγαπήσαμε.

Ν. Μαρμαράς 15.3.1993

* * *

Σεβαστέ μου γέροντα Γεώργιε, ευλόγησον

Γνωρίζω ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος, γι’ αυτό ζητώ να με συγχωρέσετε που θα αναγκασθήτε να αφιερώσετε λίγη ώρα διαβάζοντας το γράμμα μου.

Προσωπικά σας ευχαριστώ για την προσφορά του πνευματικού σας έργου στο Μετόχι του Ν. Μαρμαρά. Ιδιαίτερα ευχαριστώ εσάς και όλους του πατέρες του Μοναστηριού, που βοηθήσατε τον σύζηγό μου Γεώργιο να γνωρίσει την Ορθοδοξία και να βαπτισθεί στα εξήντα πέντε του χρόνια. Πραγματικά πιστεύω πως έζησα ένα θαύμα, γιατί είχα να κάνω, στα είκοσι χρόνια της συζυγικής μου ζωής, με έναν άνθρωπο πολύ δύσκολο, ειδικά στα θρησκευτικά θέματα.

Όταν μετά τον γάμο μας- ευτυχώς ετελέσαμε Ορθόδοξο γάμο- έμαθα από κάποιον πνευματικό ότι είναι βαρύ παράπτωμα που παντρεύτηκα έναν ετερόδοξο, και μάλιστα όπως τον απεκάλεσε αιρετικό, συγκλονίσθηκα και άρχισα να αισθάνομαι το βάρος της ευθύνης και της ενοχής. Μου σύνεστησε ο Πνευματικός εκείνος να τον βοηθήσω να γνωρίσει την Ορθοδοξία και ίσως αν γινόταν Ορθόδοξος να τακτοποιούνταν το θέμα.

Προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά στάθηκε αδύνατον. Η επίσκεψη μας στην εκκλησία του χωριού ήταν αποτυχημένη και δεν ήθελε ούτε να του ξαναμιλήσω ποτέ γι’ αυτά τα θέματα.

Σταμάτησα την προσπάθεια και άρχισα να προσεύχομαι να τον φωτίσει ο Θεός, γιατί έβλεπα ότι ήταν πιστός, προσευχότανε, διάβαζε τη Βίβλο έκανε κομποσκοίνι, είχε Πνευματικό στην Θεσσαλονίκη, που τον επισκεπτόταν τακτικά και συχνά κοινωνούσε.

Όταν ήρθαν τα παιδιά μας στον κόσμο, γεννήθηκε μέσα μου και η ελπίδα πως αν βαπτίζαμε τα παιδιά μας Ορθόδοξα θα γινότανε κάτι και για κείνον. Δυστυχώς όμως, όχι μόνο δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα δεν ήθελε να βαπτισθούν ούτε τα παιδιά. Επέμενε να ακολουθήσουν τον Ρωμαιοκαθολικισμό και απειλούσε πως θα έπαιρνε το ένα παιδί και πως θα χωρίζαμε. Κόντεψα να τρελαθώ από την στεναχώρια μου και στην συμφορά που απειλούσε να διαλύσει την οικογένειά μου. Κανείς δεν ήξερε και ούτε υποψιαζόταν τίποτα. Μόνη μου καταφυγή η Κυρία Θεοτόκος. Προσευχόμουν θερμά και την παρακαλούσα να μας βοηθήσει και να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Προσευχόμουν, παρακαλούσα και περίμενα γεμάτη αγωνία και πόνο να φανερώσει η Γλυκιά Μητέρα του Κυρίου μας το θαύμα της.
Και η απάντηση δεν άργησε. Φώτισε τον σύζυγό μου να επισκεφθεί τον Πνευματικό του για να τον συμβουλευθεί. Ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα που θα μείνει αξέχαστη. Η επιστροφή του συζύγου μου με γέμισε χαρά. Είχε αποφασίσει να βαπτισθούν τα παιδιά Ορθόδοξα. Όλα έσβησαν σαν κακό όνειρο και η καρδιά μου ξεχείλισε από την δοξολογία και την ευχαριστία προς την Παναγιά μας για την βοήθειά της.
Σιγά σιγά αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε το Μετόχι της Μονής σας. Η καρδιά του συζύγου μου μαλάκωσε. Αναπαυόταν και ήθελε να πηγαίνουμε συχνότερα. Επισκεπτόταν τα γύρω Μοναστήρια και πήγαινε τακτικά στο Άγιο Όρος. Γύριζε πάντα πολύ χαρούμενος και μας διηγούταν το κάθε τι που άκουγε από τους πατέρες. Μεγάλη εντύπωση του έκαναν οι θαυματουργές εικόνες και δάκρυζε όταν διηγιόταν κάτι γι’ αυτές.

Κατάλαβα πως η Θεία Χάρις άρχισε να τον επισκέπτεται. Είχε μεγάλο πόθο να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα. Έκανε φοβερό αγώνα. Κοιμόταν σχεδόν ελάχιστα, προσευχόταν πολύ, νήστευε και σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα, και τα βράδια έκανε κομποσκοίνι.

Παρακαλούσα την Παναγία μας να τους δίνει υπομονή, να δυναμώνει την πίστη του και να τον βοηθήσει μέχρι το τέλος στην βάπτισή του.

Όταν πήρε την μεγάλη απόφαση να βαπτισθεί, η χαρά μας δεν περιγραφόταν. Αλλά και οι πειρασμοί και τα εμπόδια ασταμάτητα μας πολεμούσαν μέρα-νύχτα. Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω θερμά τους πατέρες που εκείνον τον καιρό ήταν στο Μετόχι, και να τους ζητήσω συγχώρεση γιατί τους είχαμε κουράσει πάρα πολύ. Ένιωθε βαθύ σεβασμό για τους αγιορείτες πατέρες και τον ορθόδοξο μοναχισμό.
Ανακάλυπτε καινούργια πράγματα που σαν Ρωμαιοκαθολικός δεν είχε νιώσει. Γι’ αυτό όταν δύο νέα παιδιά, που ήρθαν από την Γαλλία, τον επισκέφθηκαν λίγο μετά την βάπτισή του, τους είπε: ‘’Μη ρωτάτε πολλά για την Ορθοδοξία. Μόνο βιαστείτε να βαπτισθείτε, γιατί εγώ έκανα λάθος που περίμενα τόσο καιρό ». Οι νέοι αυτοί σήμερα ντυμένοι με το μοναχικό σχήμα υπηρετούν τον Κύριο κάπου στο Άγιο Όρος.

Μετά από πολλά εμπόδια και συνεχείς αναβολές ας σημειωθεί ότι την ημέρα που ορίστηκε η βάπτιση έκανε σφοδρή κακοκαιρία, χιόνισε πολύ, και γι’ αυτό αναβλήθηκε- ήρθε η πολυπόθητη μέρα για τον Γεώργιο, ο οποίος επιτέλους θα γινόταν Χριστιανός Ορθόδοξος. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, που όταν του πρότεινε η Γερόντισσα της Ι. Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμυλίας να βαπτισθεί το Πάσχα που ο καιρός είναι πιο ζεστός, ο Γεώργιος απάντησε: ‘’Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Αν αρνηθείτε να με βαπτίσετε, θα μείνω εδώ στο βαπτιστήριο ώσπου να με βαπτίσετε ».

Έτσι με την βοήθεια του Θεού, τις προσευχές των πατέρων και την αγάπη των δικών του, ο Γεώργιος προσήλθε στο Ιερό Μυστήριο, ξημερώνοντας η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Το πρωί η θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Το βαπτιστήριο ήταν υπαίθριο και το νερό παγωμένο. Τον ρωτήσαμε πως αισθάνθηκε και μας είπε ότι ένιωθε πάρα πολύ ωραία και πως το νερό ήταν ζεστό. Το πρόσωπο του έλαμπε εκείνη την στιγμή. Γελούσε ευχαριστημένος και χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Πολλοί από τους παρισταμένους δακρύσαμε εκείνην την ώρα πλημμυρισμένοι από μια αλλιώτικη, ουράνια, χαρά. Τα χείλη μου έστελναν εγκάρδια δοξολογία και θερμή ευχαριστία προς τον Θεό και την καλή μας Παναγία για την ευλογία που μας έδωσαν, και δεν έπαυσα να τους δοξάζω μέχρι σήμερα.

Ο Γεώργιος άλλαξε τις επόμενες ημέρες. Ήταν χαρούμενος ήρεμος, ευδιάθετος, ένας άνθρωπος εντελώς αντίθετος από εκείνον που είχα ζήσει, εντελώς καινούργιος. Αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση και τον ρωτούσα να μου πει τι αισθανόταν μετά τη βάπτιση του, τι άλλαξε, ποια η διαφορά. Και κείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: ‘’Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου εξηγήσω να καταλάβεις αυτό που αισθάνομαι, δεν μπορώ να το πω με λόγια, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Μόνο ένα θέλω να πω τώρα: να με πάρει ο Χριστός μαζί του. Θέλω να πεθάνω, γιατί αν μείνω θα χάσω αυτό που έχω μέσα μου, θα μου φύγει η Θεία Χάρις ».

Ο καλός Θεός τον άκουσε. Μετά από λίγους μήνες αρρώστησε βαριά με καρκίνο στον πνεύμονα καλπάζουσας μορφής, και οι γιατροί προέβλεψαν δύο περίπου μήνες ζωής. Φύγαμε για την Γαλλία πολύ βιαστικά και δεν κατορθώσαμε αν και προσπαθήσαμε, να πάρουμε την ευχή σας, πάτερ Γεώργιε, καθώς και την ευχή του πατρός Γρηγορίου, ο οποίος ήταν ο πνευματικός μας πατέρας. Ο μακαριστός σύζυγος μου έτρεφε πολλή αγάπη και σεβασμό για σας, καθώς και προς όλους τους σεβαστούς πατέρες της Ι. Μονής σας. Τελευταίο και πολύτιμο εφόδιο του από την Ελλάδα ήταν η Θεία Κοινωνία που έλαβε στο Μετόχι.

Οι μέρες μας στην Γαλλία ήταν πικρές και δύσκολες. Οι γιατροί μας προετοίμασαν πως μέχρι το τέλος μας περίμεναν και δυσκολότερες. Αμέσως έγινε μετάσταση στο κεφάλι και ο Γεώργιος παρέλυσε κατά το ήμισι. Παρ’ όλη την δύσκολη θέση του, δεν έπαυε να κηρύττει στους γιατρούς και τους συγγενείς, καθώς και στο νοσηλευτικό προσωπικό, για το Χριστό και την Ορθοδοξία. Όταν τον συμβούλευα να μην μιλάει εκείνος μου απαντούσε: ‘’Πρέπει να μάθουν, γιατί δεν ξέρουν ». Μαζευόταν γύρω από το κρεβάτι του και άκουγαν με απορία πως οι άγιες εικόνες θαυματουργούν και πως μία αγρυπνία στο Άγιο Όρος κρατάει δέκα με δώδεκα ώρες. Και ρωτούσαν και μένα για να επιβεβαιώσω τα λεγόμενα του. Παράδοξα και πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αυτούς. Ακόμα τους προξενούσε κατάπληξη το γεγονός ότι προσευχόσασταν εσείς στο Μοναστήρι για μας. Καθησύχαζε την αδελφή του λέγοντας πως προσεύχονται πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα γι’ αυτόν, και πως ο Θεός είναι μαζί του.

Σ’ έναν από τους γιατρούς του που είχε μεγάλη μόρφωση και ήταν πολύ μεγάλος επιστήμων, του είπε πως αφού δεν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και δεν γνώρισε την Ορθοδοξία, δεν έχει κάνει τίποτα στη ζωή του.

Επίσης τους έκανε μεγάλη εντύπωση η συμπαράσταση του πατρός Ηλία, ο οποίος ερχόταν τακτικά, αν και μας χώριζε απόσταση διακοσίων περίπου χιλιομέτρων, για να μας βοηθήσει, να τον εξομολογήσει, να τον κοινωνήσει και να μας κρατήσει συντροφιά. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο πατήρ Ηλίας καθώς και οι αδελφές του Μοναστηριού εκεί.

Με την βοήθεια του πατρός Ηλία είπαμε στην αδελφή του Γεωργίου πως βαπτίσθηκε Ορθόδοξος και, ενώ περιμέναμε άσχημη αντίδραση, εκείνη τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε ότι πολύ καλά έκανε. Εκείνος έκλαιγε από χαρά. Την ίδια ημέρα εξομολογήθηκε, κοινώνησε και, αφού έφυγε ο πατήρ Ηλίας, κάθισα μόνη μου στο δωμάτιο κοντά του. Ο Γεώργιος κοιμόταν ήρεμος. Ξαφνικά ένιωσα μια υπέροχη ευωδία να απλώνεται στον χώρο σαν θυμίαμα και, ενώ αναρωτιόμουν από που άραγε να προέρχεται, γυρίζω και βλέπω το πρόσωπο του Γεωργίου να λάμπει φωτεινό με ένα γλυκό χαμόγελο. Σε λίγο χάθηκε η ωραία ευωδία.
Κάποια άλλη μέρα κουρασμένη, λυπημένη και ίσως θα τολμούσα να πω απελπισμένη κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στον άρρωστο για να ξεκουραστώ. Μόλις που θα είχα κλείσει τα βλέφαρα μου και βλέπω μια κοπελίτσα να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα, να έρχεται κοντά μου, να με πιάνει από τον ώμο και να μου λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι, γιατί θα έμενε εκείνη μαζί μας μέχρι το τέλος. Ήταν μια κοπέλα μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά, ανοιχτό μπλε φόρεμα και ζώνη καλογερική. Ήταν πολύ όμορφη και γλυκιά μεταξύ δεκαοχτώ και είκοσι ετών. Ξύπνησα και την αναζήτησα και ένιωθα πως δεν πρέπει να με κυριεύει η απελπισία. Αυτό συνέβη στις 10 ή 11 Νοεμβρίου (σημ. εκδ.: ημέρα της Πανηγύρεως της αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ι. Μονή Οσίου Γρηγορίου δηλ. 29 Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο).
Πλησίαζε το τέλος ο Γεώργιος πονούσε πολύ. Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικές όμως δεν βαρυγκωμούσε. Μόνο σαν προσευχή έλεγε: ‘’Χριστέ μου είμαι κουρασμένος μόνο εσύ ξέρεις πόσο ». Το βάρος του έφτασε τα 35 κιλά. Στις 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα Χριστουγέννων, ο Κύριος κάλεσε κοντά του τον Γεώργιο, ημέρα που πριν 66 χρόνια αντίκριζε για πρώτη φορά το φως. Ελπίζω και εύχομαι ο Πανάγαθος Κύριος να αναπαύει την ψυχή του μακαριστού συζύγου μου και σας παρακαλώ σεβαστέ μου πατέρα Γεώργιο να εύχεστε και σεις για κείνον, για τα παιδιά του και τέλος για μένα την αδύναμη, που έχανα την υπομονή μου. Εύχεσθε να με ελεήσει ο Θεός και να με συγχωρέσει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την τέλεση του 40/μερου μνημοσύνου του συζύγου μου, το οποίο έγινε στο Μοναστήρι της Ορμυλίας, όπου εβαπτίσθη ο Γεώργιος, πολλές μοναχές τον είδαν ανάμεσα μας λαμπροφορεμένο και χαμογελαστό.

…. Ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά και σας και τους πατέρες, που μας ανέχεστε και μοιράζεστε μαζί μας τα προβλήματά μας.

Ευχόμεθα ο Πανάγαθος Θεός να σας δυναμώνει, να σας προστατεύει και να σας φωτίζει πάντα.

Με σεβασμό και εκτίμηση
Αικατερίνη Λεσιέρ

Πηγή: Περιοδικο « Ο Όσιος Γρηγόριος » Ετήσια έκδοσις της Ιεράς κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Αριθμός τεύχους 18.




<>




Παρακαλούσα τον Θεό να μου αποκαλύψει την αλήθεια

Ιστορία για το πώς μία Προτεστάντισσα γνώρισε την Ορθοδοξία στις ΗΠΑ

Τατιάνα Σεμιρόγκ-Γιαροστσιούκ


Ντμίτρι Ζλόντορεβ: Η Τατιάνα Σεμίγκοροντ-Γιαροστσιούκ γεννήθηκε στη Ναχόντκα, αλλά πέρασε σχεδόν όλη της τη ζωή στις ΗΠΑ. Η οικογένειά της ήταν Πεντηκοστιανή, αλλά στα νιάτα της ένιωσε σαν να είχε φτάσει σ’ ένα αδιέξοδο και άρχισε να ζητάει από τον Θεό να της αποκαλύψει την Αλήθεια. Μετά από πολλά χρόνια τη βρήκε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία οι Πεντηκοστιανοί θεωρούσαν διώκτη του Χριστιανισμού. Στην πορεία, έπρεπε να υπομείνει τον θάνατο του πρώτου της συζύγου, τον καρκίνο, τις διαφωνίες με την οικογένειά της και πολλά άλλα εμπόδια. Και τώρα, έξι χρόνια αφ’ ότου ξεκίνησε την αναζήτησή της για την Αλήθεια, βρήκε ξανά την αγάπη και παντρεύτηκε σε ορθόδοξη εκκλησία. Η συζήτησή μας έμοιαζε περισσότερο με εξομολόγηση παρά με συνέντευξη και μάλιστα ήρθα σε αμηχανία, άλλωστε είμαι δημοσιογράφος, όχι ιερέας. Ή, μάλλον, δεν επρόκειτο για συζήτηση, αλλά για μονόλογο.

– Πριν μοιραστώ την ιστορία μου, κατ’ αρχάς θέλω να πω ότι δεν κρίνω σε καμία περίπτωση τους Πεντηκοστιανούς ή τους Προτεστάντες. Ολόκληρη η οικογένειά μου και πολλοί από τους φίλους μου παραμένουν Πεντηκοστιανοί. Τους σέβομαι πάρα πολύ, τους αγαπώ πάρα πολύ, αν και βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι κάνουν λάθος. Αλλά δεν θα ήθελα να τους πληγώσω ή να τους προσβάλω.

Δεν ήρθα στην Ορθοδοξία αμέσως. Δεν συνέβη σε μια μέρα ή έστω σ’ έναν μήνα. Ήταν ένα μακρύ ταξίδι, που ξεκίνησε όταν ήμουν 18 ετών. Τότε ένιωσα ξαφνικά ότι κάτι έλειπε από την πίστη μου, ότι ήταν σαν να υπήρχε παντού γύρω μου ένα ψέμα. Ήταν σαν να είχα φτάσει σ’ ένα αδιέξοδο και δεν ένιωθα μια συγκεκριμένη σύνδεση με τον Θεό.

Φυσικά, ήξερα πολλά γι’ Αυτόν. Οι Προτεστάντες μελετούν τον Λόγο του Θεού πολύ σοβαρά από νεαρή ηλικία, τον αποστηθίζουν κυριολεκτικά, και αυτό είναι υπέροχο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Ρώσους Προτεστάντες, επειδή στη Σοβιετική Ένωση ήταν δύσκολο ν’ αποκτήσει κανείς Βίβλο και οι άνθρωποι την αποστήθιζαν, ώστε σε περίπτωση διώξεων να γνωρίζουν τον Λόγο του Θεού και να τους βοηθάει.

Έτσι διδάχτηκα και γνώριζα τον Λόγο του Θεού κυριολεκτικά από την αρχή μέχρι το τέλος, από τη Γέννηση έως την Αποκάλυψη. Πρόσφατα βρήκα τη Βίβλο μου, την οποία διάβαζα στα νιάτα μου: Έχει πάρα πολλές χειρόγραφες σημειώσεις μου. Παρά ταύτα, γνωρίζοντας όλη την Αγία Γραφή, εξακολουθούσα να αισθάνομαι ότι δεν είχα πραγματική σχέση με τον Θεό. Ένιωθα ότι ήταν Φίλος μου, προσευχόμουν σ' Αυτόν όσο μπορούσα, αλλά δεν ένιωθα την ενότητα μαζί Του, την πραγματική παρουσία Του στη ζωή μου. Και ακόμη και αν το ένοιωθα, συνειδητοποίησα αργότερα ότι επρόκειτο γι’ αυθυποβολή.

Ξεκίνησα την αναζήτησή μου στην ηλικία των 18 ετών, κάτι που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Τελικά, βρήκα την πίστη σε ηλικία 37 ετών, όταν βρέθηκα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν ένα πολύ μακρύ ταξίδι και κάθε φορά που πίστευα ότι είχα βρει κάτι, αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν ακόμα το ζητούμενο.

Την άνοιξη του 2016 ήρθε μια στιγμή που ένιωσα ότι δεν αντέχω άλλο έτσι. Ένιωσα ότι δεν γνωρίζω καθόλου την Αλήθεια και βρίσκομαι σε απόλυτη πνευματική «χρεοκοπία». Και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι ο Προτεσταντισμός οδηγεί τελικά μόνο σε μια τέτοια κατάσταση, δηλαδή στην πώρωση.

Πήγαινα από τη μια εκκλησία στην άλλη. Επισκέφτηκα Πρεσβυτεριανούς, Μεθοδιστές, Βαπτιστές, δηλαδή πήγα σε όλα τα είδη των εκκλησιών. Έκανα ό,τι μου έλεγαν να κάνω: Να γεμίσω με πνεύμα, να μιλάω διάφορες γλώσσες, να προσεύχομαι, να ζητώ από τον Θεό. Τα έκανα όλα. Ήμουν πολύ επιμελής μαθήτρια. Και όμως, μέσα μου εξακολουθούσα να αισθάνομαι άδεια.

Τελικά, σταμάτησα να πηγαίνω σε εκκλησίες και απλά είπα: «Κύριε, δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Σε παρακαλώ, αποκάλυψέ μου την Αλήθεια, ό,τι και αν μου κοστίσει, με όποιον τρόπο και αν θέλεις να με οδηγήσεις σε αυτήν. Δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς αυτήν την Αλήθεια, δεν βλέπω κανένα νόημα στη ζωή μου».

Θυμάμαι ότι έκλαιγα πικρά τότε, ήταν μια περίοδος πλήρους πνευματικής εξάντλησης για μένα. Αφού είπα αυτήν την προσευχή, συνέχισα την αναζήτησή μου, διαβάζοντας πολύ. Ακριβώς τότε γεννήθηκε η τρίτη μου κόρη. Όταν τα παιδιά και ο πρώτος μου σύζυγος, τεθνεώς πλέον, κοιμόντουσαν, εγώ διάβαζα ακόμη και βαθιά μέσα στη νύχτα. Και σιγά-σιγά κάποια πράγματα άρχισαν ξαφνικά ν’ αντηχούν στην ψυχή μου. Τα βιβλία εκείνα ήταν γραμμένα από Ορθόδοξους συγγραφείς-θεολόγους, ιερείς, ιστορικούς.

Το άρθρο για το πόσοι ορθόδοξοι πιστοί σκοτώθηκαν από τους Μπολσεβίκους ήταν πολύ σημαντικό για μένα, επειδή μεγάλωσα ανάμεσα σε Πεντηκοστιανούς, οι οποίοι διώχθηκαν πολύ. Ο προπάππους μου πέρασε 20 χρόνια σε στρατόπεδα της Σιβηρίας. Η σύζυγός του και τα οκτώ παιδιά τους ζούσαν σ’ ένα αμπρί. Επέζησαν μετά βίας, τρώγοντας φλούδες πατάτας, όμως τέσσερα από τα παιδιά πέθαναν.

Ο Πεντηκοστιανός προπαππούς μου, ο οποίος θυσίασε τη ζωή του για τον Χριστό, αποτέλεσε πρότυπο πίστης για μένα. Νόμιζα ότι η Αλήθεια πρέπει να είναι μαζί του, στην πίστη του, αφού είχε υποφέρει τόσο πολύ γι’ αυτήν. Ταυτόχρονα, δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για τους διωγμούς των oρθοδόξων πιστών. Αλλά όταν διάβασα ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν σκοτώσει εκατομμύρια Ορθόδοξους, μεταξύ των οποίων και σπουδαίους κληρικούς, αληθινούς Αγίους, έκλαιγα με λυγμούς και δεν μπορούσα να το πιστέψω: Πώς ήταν δυνατόν να μην το γνωρίζω αυτό; Είχα διδαχθεί από τους Πεντηκοστιανούς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ο εχθρός της πίστης μας, επειδή τη θεωρούσαν «παράρτημα της KGB». Όμως όταν διάβασα όλ’ αυτά, τα μάτια μου άρχισαν ν’ ανοίγουν. Έμαθα πολλά για τη δολοφονία της οικογένειας του Τσάρου Νικολάου Β΄, πόσο αφοσιωμένοι ήταν στον Θεό, τι ιερή ζωή ζούσαν, πώς δυσφημίστηκαν από τη σοβιετική προπαγάνδα, ώστε ο λαός να τους μισεί. Αγαπώ πολύ την ιστορία και όλ’ αυτά τα πράγματα άρχισαν να μου αποκαλύπτονται. Η ίδια η Ρωσία άρχισε να μοιάζει με μια εντελώς διαφορετική χώρα. Συνειδητοποίησα πόσα πολλά είχε υποστεί ο λαός μας, συμπεριλαμβανομένων των ορθόδοξων πιστών, από τον Διάβολο και τους κομμουνιστές.

Όλ’ αυτά τα πράγματα άρχισαν να μου αποκαλύπτονται σταδιακά, σιγά-σιγά, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών γεγονότων. Διάβασα πολλά για το γνήσιο της Ορθοδοξίας κατά την εποχή των Μπολσεβίκων, για το πώς οι ιερείς τούς αντιστάθηκαν. Διάβασα για τον Όσιο Ιωάννη της Κροστάνδης και γι’ άλλους Αγίους. Και ξαφνικά ήρθε μια τέτοια στιγμή, που, έχοντας μάθει όλ’ αυτά, ρώτησα: «Τι πρέπει να κάνω στη συνέχεια;».

Ομολογώ πως δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι, ζητώντας από τον Κύριο να μου δείξει την Αλήθεια, θα με οδηγούσε στην Ορθοδοξία. Ήμουν έτοιμη να βρεθώ σε οποιοδήποτε χριστιανικό δόγμα, αλλά όχι εκεί. Φοβήθηκα κιόλας: Πώς να προδώσω τον Πεντηκοστιανισμό και τον παππού μου, που υπέφερε για την πίστη;

Για αρκετές εβδομάδες αγωνιούσα γι’ αυτό. Υπήρχε ένας σοβαρός αγώνας στην ψυχή μου, μια αγωνία. Ήξερα ότι θα είναι δύσκολο για την οικογένειά μου να δεχτεί τη μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία.

Εκείνην την εποχή δεν είχα εμπιστοσύνη στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά στην πόλη Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας, όπου ζούσαμε, υπήρχε μια ελληνική εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου. Αποφάσισα να πάω εκεί και να μιλήσω με τον ιερέα. Είχα μία μακρά λίστα ερωτήσεων, που κάνει κάθε Προτεστάντης: Σχετικά με τη λατρεία της Παναγίας, την προσευχή για τους νεκρούς, την προσκύνηση των εικόνων. Στα μισά περίπου της λίστας, κάτι μου συνέβη ξαφνικά. Ρώτησα τον ιερέα: «Πού στη Βίβλο λέγεται ότι μπορείς να προσευχηθείς για τους νεκρούς;». Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ο ιερέας με κοίταξε στα μάτια και μου απάντησε ήρεμα: «Ποιος σου είπε ότι είναι νεκροί;». Εκείνην τη στιγμή, θυμήθκα τα λόγια από τη Βίβλο: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιω 11:25). Ένιωσα ότι οι υπόλοιπες ερωτήσεις δεν χρειαζόταν καν ν’ απαντηθούν. Με κατέκλυσαν δάκρυα συγκίνησης και ταπεινότητας. Ήταν ένα θαύμα: Συνειδητοποίησα ξαφνικά, βαθιά μέσα στην ψυχή μου, ότι αυτό είναι, ότι δεν έχω άλλες ερωτήσεις και ο Κύριος με οδήγησε στην Αλήθεια.

Πέρασαν μερικοί μήνες ακόμη, δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, αλλά σιγά-σιγά αυτά τα πράγματα άρχισαν ν’ αποκαλύπτονται. Η ίδια η Παναγία μού αποκαλύφθηκε. Τη ρώτησα: «Μητέρα του Θεού, με δίδαξαν ότι είναι αδύνατο ν’ απευθυνόμαστε σ’ Εσένα, είναι αδύνατο να πούμε ακόμα και τ’ όνομά Σου, ότι όλες οι αιτήσεις μας μπορούν ν’ απευθύνονται μόνο στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Δεν Σε είχα στη ζωή μου. Σε παρακαλώ, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου». Και ξέρετε, σιγά-σιγά, μετά από πολλές εβδομάδες, άρχισα να καταλαβαίνω τη σπουδαιότητά Της, ποια είναι για την πίστη μας και πόσο σημαντικό είναι να Την αναγνωρίζουμε.

Είναι ένα τέτοιο θαύμα! Άλλωστε, οι Προτεστάντες, ειδικά εκείνοι που ήταν από την πρώην Σοβιετική Ένωση, πολύ σπάνια μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία. Εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζω ούτε ένα τέτοιο άτομο. Όλ’ αυτά συμβαίνουν επειδή στη σοβιετική εποχή η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρούταν εχθρός και διώκτης.

Είχα συνηθίσει ότι οι Προτεστάντες πάντα καλούν και προτρέπουν τον κόσμο να έρχεται στην εκκλησία τους. Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει κάτι τέτοιο και ήταν σαν να συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μόνο ένα άτομο που φέρνει ένα άλλο άτομο στην πίστη, αλλά ο ίδιος ο Θεός, με θαυμαστούς τρόπους, που είναι ακατανόητοι για εμάς. Κανείς δεν με κάλεσε σε αυτήν την Εκκλησία, ούτε ένα άτομο. Όταν συνειδητοποίησα ότι η Αλήθεια θα μπορούσε να βρίσκεται στην Ορθοδοξία, δεν ήξερα καν πού να πάω: Απλώς άρχισα να ψάχνω ναούς στην πόλη μου, μέσω του Διαδικτύου. Δεν είχα κανέναν να ρωτήσω και κανένας δεν με οδήγησε εκεί παρά ο ίδιος ο Θεός!

Κανείς δεν με κάλεσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είχα κανέναν να ρωτήσω και κανένας δεν με οδήγησε εκεί, παρά ο ίδιος ο Θεός!

Όταν είπα στον Κύριο ότι είμαι πρόθυμη να κάνω τα πάντα για την Αλήθεια, δεν ήξερα το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτό. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα διαγνώστηκα με καρκίνο του μαστού. Τότε αποφάσισα: «Πρέπει να πάω σύντομα στην εκκλησία, για να γίνω δεκτή στην Ορθοδοξία».

Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Ένας λόγος παραπάνω για να βρω την Αλήθεια το συντομότερο δυνατό. Αλλά μόλις έξι ημέρες αργότερα πέθανε ο σύζυγός μου, όχι εγώ. Ο άνδρας μου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Εκείνος ήταν μόλις 38 ετών, εγώ ήμουν 37 και οι κόρες μας ήταν 9,5 και 1 έτους.

Και τότε αναρωτήθηκα: «Πώς να τον θάψω;». Δεν μπορούσα πια να πάω σε προτεσταντική εκκλησία. Και δόξα τω Θεώ που μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχαμε γνωρίσει εκείνον τον Έλληνα ιερέα. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να του τηλεφωνήσω. Μπορείτε να φανταστείτε πώς τα κανόνισε όλα ο Θεός;

Ο σύζυγός μου, αν και προσηλυτίστηκε στον προτεσταντισμό, στα παιδικά του χρόνια είχε βαπτιστεί στην Ορθοδοξία. Και ο ιερέας είπε: «Εντάξει, θα τον θάψουμε ως Ορθόδοξο Χριστιανό».

Όλα έγιναν ως εκ θαύματος.

Στη συνέχεια έγιναν κι άλλα γεγονότα. Σε λίγες εβδομάδες έπρεπε να μπω στο νοσοκομείο, για να μου αφαιρέσουν τον έναν μαστό. Μόλις τρεις μέρες πριν από αυτό, οι τρεις κόρες μου είχαν βαπτιστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία κι εγώ είχα χριστεί με μύρο. Πήγα στο νοσοκομείο για την επέμβαση την ημέρα των γενεθλίων του μακαριστού συζύγου μου.

Αποκτήσαμε εικόνες στο σπίτι μας. Για τους γονείς και τ’ αδέλφια μου αυτό ήταν ένα σοκ. Νομίζουν ότι έχω τρελαθεί λίγο, εξ αιτίας όλων αυτών των τραγικών γεγονότων και γι’ αυτό έχω απομακρυνθεί από την αληθινή τους πίστη. Ένας από τους αδελφούς μου (έχω οκτώ αδελφούς και μια ακόμη αδελφή) είπε: «Δεν είσαι πλέον αδελφή μου, είσαι αιρετική». Και ξέρω ότι οι συγγενείς μου εξακολουθούν να σκέφτονται έτσι και προσεύχονται να επιστρέψω στο δόγμα τους. Κι εγώ προσεύχομαι γι’ αυτούς, να έρθουν στην αληθινή πίστη.

Στη συνέχεια, στη Σάρλοτ βρήκα μια μικρή ρωσική εκκλησία της εικόνας της Παναγίας «Παντάνασσας» και άρχισα να πηγαίνω εκεί. Ο προϊστάμενος εκεί ήταν ένας καταπληκτικός ιερέας, ο πατέρας Αλέξανδρος Λογκουνόφ, ο οποίος παλιά λειτουργούσε στον καθεδρικό ναό της εικόνας της Παναγίας «Πάντων των θλιβομένων η Χαρά» στο Σαν Φρανσίσκο, όπου βρίσκονται τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη της Σαγκάης και του Σαν Φρανσίσκο.

Περίπου την ίδια εποχή, πριν από μερικά χρόνια, οι κόρες μου κι εγώ μετακομίσαμε στη Βοστόνη κι εδώ βρήκαμε τον ρωσικό καθεδρικό ναό των Θεοφανείων. Σύντομα μετά απ’ αυτό άρχισε η πανδημία και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να βρω φίλους. Πηγαίναμε μόνο στις λειτουργίες και δεν γνωρίζαμε κανέναν εκεί. Όμως, αργότερα, η ενορία μας οργάνωσε ένα μεγάλο πικνίκ, όπου τελικά γνωρίσαμε άλλους πιστούς από την εκκλησία μας. Τα παιδιά εγγράφτηκαν στο κατηχητικό σχολείο κι εγώ, μάλλον για πρώτη φορά, ένιωσα μέλος της τοπικής ορθόδοξης κοινότητας.

Αν αισθάνθηκα ότι ήμουν Ορθόδοξη; Να πω το εξής: Ο Προτεσταντισμός έχει ένα είδος ανθρώπινης υπερηφάνιας, που θεωρούν ότι η πίστη τους είναι η πιο σωστή και όλες οι άλλες είναι αυταπάτες. Εκεί δεν υπάρχει ταπεινοφροσύνη. Δεν αναρωτιούνται μήπως κάνουν κάποιο λάθος; Μήπως η αλήθεια είναι κάπου αλλού; Το να ξεπεράσουν αυτήν την υπερηφάνεια είναι πολύ δύσκολο. Ένας Προτεστάντης είναι τόσο βυθισμένος σε αυτό και νιώθει την ιδιαιτερότητά του, που νομίζει ότι είναι στην αληθινή εκκλησία του Χριστού. Και πάντα αισθάνεται ότι έχει ήδη σωθεί: «Μετανόησα μια φορά και ο Χριστός θα με σώσει μόνο και μόνο επειδή πιστεύω». Θα έλεγα ότι είναι μια τολμηρή και περήφανη βεβαιότητα ότι αυτός θα παραμείνει με τον Χριστό ό,τι και αν κάνει στη ζωή του. Το σχέδιο σωτηρίας στον Προτεσταντισμό πραγματοποιείται μέσω της πίστης και μόνο, όχι μέσω της προσπάθειας (των έργων).

Στην Ορθοδοξία έχεις εντελώς διαφορετικά συναισθήματα. Αναγνωρίζεις την πεπτωκυία αμαρτωλή ανθρώπινη φύση σου, την «αναξιοπρέπειά» σου. Και παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στον Κύριο για το έλεός Του. Η προσευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που λέμε κάθε μέρα, μου θυμίζει ότι έχω ανάγκη το έλεος του Θεού. Δεν έχω την ίδια υπερήφανη αυτοπεποίθηση που έχουν οι Προτεστάντες. Συνειδητοποιώ ότι η σωτηρία απαιτεί προσπάθεια. Όπως λέει η Αγία Γραφή, η Βασιλεία του Θεού αποκτάται με προσπάθεια. Ο Προτεσταντισμός δεν το έχει αυτό, αλλά στην Ορθοδοξία ξέρω ότι χρειάζομαι τον αγιασμό, τον εκκλησιασμό, τη μετάληψη των Αγίων Δώρων, τη λειτουργία –όλ’ αυτά τα πράγματα είναι σημαντικά για τη σωτηρία. Όπως μας διδάσκει η πίστη μας, ο Χριστός μάς έσωσε, μας σώζει κι ελπίζουμε ότι θα μας σώσει. Δηλαδή, ο τρόπος της σωτηρίας είναι θέμα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, όχι κάποια στιγμή που αναγεννιέσαι και τέλος -δεν μπορείς να χάσεις τη σωτηρία τώρα.

Το πιο σημαντικό είναι ότι τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν είναι δικό μου επίτευγμα. Όλ’ αυτά με εκπλήττουν και αυτό μου δίνει ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά ότι το έκανε ο ίδιος ο Θεός. Δεν το περίμενα καθόλου αυτό, δεν είχα σκεφτεί μια τέτοια επιλογή και μόνο ο Θεός θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμα και τώρα, αρκετά χρόνια μετά τη μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία, βλέπω ότι αυτό που μου συνέβη είναι απλώς ένα θαύμα του Θεού. Το εκτιμώ τόσο πολύ! Ο Χριστός λέει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι σαν κάτι πολύτιμο. Και κάθε φορά που διαβάζω την παραβολή γι' αυτό το θέμα, είτε πρόκειται για ένα μαργαριτάρι είτε για έναν θησαυρό που βρέθηκε σ’ ένα χωράφι, συνειδητοποιώ ότι γι’ αυτό το κόσμημα πληρώθηκε πάντα ένα τίμημα. Ένας άνθρωπος εγκατέλειψε τα πάντα γι’ αυτό το μαργαριτάρι κι ένας άλλος για ν’ αγοράσει αυτό το χωράφι. Η Βασιλεία του Θεού είναι πάντα ακριβή, πολύτιμη, δεν δίνεται εύκολα και συχνά απαιτεί θυσίες.

Θα ήθελα, επίσης, να πω ότι από τότε που έγινα Ορθόδοξη Χριστιανή, έχω χάσει εντελώς το αίσθημα κενότητας και «πνευματικής χρεοκοπίας» που είχα. Αντίθετα, αισθάνομαι σαν ένα δοχείο που γεμίζει σιγά-σιγά με τα χρόνια. Κάθε φορά που πηγαίνω στην εκκλησία, εξομολογούμαι, λαμβάνω τα Άγια Δώρα, διαβάζω, γεμίζω όλο και περισσότερο. Και, ειλικρινά, νιώθω ότι δεν θα σταματήσω ποτέ να γεμίζω, γιατί η πίστη μας είναι ανεξάντλητη. Ποτέ δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αίσθηση ότι την έχουμε ανακαλύψει πλήρως.

Έχω, επιτέλους, ειρήνη στην καρδιά μου μετά από 20 χρόνια απόγνωσης, φόβου, άγχους, κενότητας. Αισθάνθηκα πεπεισμένη ότι βρίσκομαι στον σωστό δρόμο, ο Κύριος είναι πραγματικά μαζί μου, είμαι μέρος της Εκκλησίας και του Σώματός Του. Δεν είχα αυτό το συναίσθημα στο παρελθόν: Κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί μου, προσπαθούσα να πω στον εαυτό μου ότι έφταιγε η αδύναμη πίστη μου. Υπήρχε ένα συνεχές αίσθημα ενοχής μέσα μου, επειδή η πίστη απλώς δεν υπήρχε.

Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Δεν χρειάζεται να επιβάλλω στον εαυτό μου την πίστη μου και την αίσθηση της ειρήνης. Όλ’ αυτά προέρχονται πραγματικά από την Εκκλησία, από τον Θεό, από το Σώμα Του και από τον Λόγο Του. Και το γεγονός ότι επέζησα μετά από μια σειρά τραγωδιών, που μου συνέβησαν, οφείλεται στην Ορθόδοξη πίστη και στην Εκκλησία! Βρισκόμουν στο πνευματικό σημείο μηδέν και θα είχα χαθεί, αν δεν είχα βρει την Αλήθεια, λίγες εβδομάδες πριν απ’ όλες τις «αναταράξεις» που πέρασα.

Αν και ήταν μόνο η αρχή του ταξιδιού μου στην Εκκλησία, μου δόθηκε δύναμη κι ελπίδα για να επιβιώσω. Όταν όλα κατέρρευσαν στη ζωή μου, η Ορθόδοξη πίστη μου έγινε σαν μια ακτίνα φωτός, που έλαμψε κάπου βαθιά μέσα στο σκοτάδι και μου έδωσε ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά. Είχα την εξής σκέψη: Αν ο Κύριος με οδήγησε στην Αλήθεια, τότε δεν θα με άφηνε να χαθώ. Μου έδινε δύναμη η σκέψη ότι Εκείνος ήταν μαζί μου κι εγώ ήμουν μαζί Του. Πριν βρω την Ορθοδοξία, δεν είχα τέτοιο συναίσθημα, ένιωθα εντελώς χαμένη. Τώρα, όμως, είδα πώς ο Κύριος μου αποκάλυψε με θαυμαστό τρόπο την Αλήθεια, πράγμα που σημαίνει ότι θα με οδηγήσει στη σωτηρία και της ψυχής και του σώματος. Και αυτό μου έδωσε κι εξακολουθεί να μου δίνει ειρήνη και χαρά.

https://gr.pravoslavie.ru/163267.html

<>




Ιερέας Ιωάννης Περεβέζεντσεβ: «Το βιβλίο μού καρφώθηκε τόσο πολύ που αντικατέστησα την ιατρική μου ποδιά με το ράσο»


«Για μεγάλο χρονικό διάστημα κρατούσα αρκετά αντίτυπα κάτω από το εξομολογητικό αναλόγιο και πρότεινα στους ανθρώπους να πάρουν το βιβλίο... Κάποιοι με ευχαριστούσαν, άλλοι δυσανασχετούσαν». Ο ιερέας Ιωάννης Περεβέζεντσεβ, κληρικός του Ιερού Ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος της πόλης Ρίμπινσκ, διηγείται πώς ένα αγαπημένο του βιβλίο άλλαξε την κοσμοθεωρία και την πορεία της ζωής του.


Πώς ένας γιατρός να θεραπεύσει ασθενή, αν ο ίδιος ο γιατρός είναι πολύ πιο άρρωστος;

Το αγαπημένο μου βιβλίο δεν είναι καθόλου ιατρική εγκυκλοπαίδεια, αν και περιστασιακά προσφέρω συμβουλευτική ως γιατρός. Ακόμη και το Ευαγγέλιο έγινε, πολύ αργότερα, ένα τέτοιο βιβλίο. Ο Κύριος με άγγιξε, όταν έπεσε τυχαία στα χέρια μου μια μπροσούρα.

Εκείνη την εποχή σπούδαζα στην Ιατρική Σχολή. Είχα βαπτιστεί, αλλά δεν φορούσα σταυρό. Ο βαπτιστικός μου σταυρός ήταν κρεμασμένος κάπου στο σπίτι με μια κλωστή. Τότε εγώ, νέος και μοντέρνος, αγόρασα έναν καινούργιο, μεγάλο ασημένιο σταυρό. Πήγα στην εκκλησία για να μου τον διαβάσουν. Χάζευα σε ένα ράφι με βιβλία. Βλέπω ένα βιβλιαράκι της σειράς «Το αλφαβητάρι της Ορθοδοξίας». Ήταν φτηνή έκδοση σε κακό χαρτί και ήταν έργο του Μεγαλόσχημου Ηγουμένου Σάββα (Οσταπένκο). Το βιβλίο του είχε τίτλο «Οι καρποί της αληθινής μετάνοιας». Δεν μπορούσα να σταματήσω να το διαβάζω.

Όλα στη ζωή μου είχαν τη σειρά τους. Σπούδαζα, δούλευα σε νοσοκομείο, αλλά από τη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι η ζωή διαφέρει από αυτή που προβάλλεται στην τηλεόραση. Ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σώμα. Υπάρχει κάτι κρυμμένο μέσα του που δεν μπορεί να το δει ή να το ακούσει κανείς με τα μάτια ή τα αυτιά. Η συνειδητοποίηση ότι η μέχρι τότε κοσμοθεωρία μου ήταν λαθεμένη άρχισε να με κινεί προς τον Θεό.

Τότε ήταν που ο Κύριος μου έστειλε έναν άνθρωπο, ο οποίος με ρώτησε: «Είναι καλό που είσαι μελλοντικός γιατρός. Έχω όμως μια ερώτηση για σένα: Πώς μπορεί ένας γιατρός να θεραπεύει ασθενή, όταν ο γιατρός είναι πολύ πιο άρρωστος από αυτόν που θεραπεύει;»

Και εγώ ο ίδιος έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι η ασθένεια δεν κρύβεται στο σώμα. Ξεκινά από μέσα. Και όταν κάποιος δεν τα καταφέρνει «εκεί μέσα», η «ασθένεια» εκδηλώνεται προς τα έξω. Για παράδειγμα, το έλκος. Δεν προκύπτει από μόνο του στο στομάχι. Μπορούμε να τρώμε πιο λιγοστό, ακατάλληλο, από άποψη διαιτολογίας, φαγητό, αλλά το στομάχι μας δεν θα υποφέρει, αν έχουμε ήρεμη, ειρηνική και ιλαρή διάθεση. Μπορεί όμως, αντίθετα, να τρώμε στα καλύτερα εστιατόρια, βραβευμένα με αστέρια Michelin, να καταναλώνουμε εκλεκτά φαγητά, να πίνουμε ακριβά ποτά, και παράλληλα να κατακρίνουμε, να ζηλεύουμε, να εκνευριζόμαστε, να θυμώνουμε. Και ολόκληρη η βλεννογόνος μεμβράνη του στομάχου μας θα είναι γεμάτη τρύπες και το σώμα μας θα βασανίζεται από πόνους.

Άργησα να αντικαταστήσω την ιατρική μου ποδιά με το ράσο

Συγκινήθηκα από την ποίηση του Ηγουμένου Σάββα. Ειδικά από το «Όραμα του Αποστόλου Παύλου». Σε αυτό το ποίημα τα στοιχεία της φύσης ζητούν την άδεια από τον Θεό να θέσει τέρμα στις ανθρώπινες ανομίες και στην ίδια την ανθρωπότητα, που μολύνει τον κόσμο με την αμαρτία. Αλλά κάθε φορά ο Κύριος απαντά στα ερωτήματα της φωτιάς, του νερού και του αέρα ότι δεν είναι ακόμη καιρός και περιμένει τη μετάνοια.

Με μια πολύ προσιτή γλώσσα, ο μεγαλόσχημος ηγούμενος συλλογίζεται για ποιο λόγο έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, ποιος είναι ο προορισμός του, ποια μορφή μπορεί να έχει η μετάνοια. Το άφησα να περάσει από μέσα μου και σύντομα άνοιξα το Ευαγγέλιο. Κατάλαβα ότι ο Κύριος περιμένει από μένα να μετανοήσω ειλικρινά για τα ψεύδη, στα οποία εξακολουθούσα να παραμένω. Είναι έτοιμος να με βοηθήσει να εκπληρωθώ, να τελειοποιηθώ. Από μένα το μόνο που απαιτείται είναι να μην αμφιβάλλω ότι είναι ο στοργικός Ουράνιος Πατέρας που με κρατάει από το χέρι. Να μην αποσύρω το χέρι μου, να ακούω τα βήματά Του, να κινούμαι προς την κατεύθυνση που Εκείνος οδηγεί – αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να κάνω.

Αν ο γιατρός αντιμετωπίζει τον ασθενή μόνο ως σώμα που πρέπει να θεραπεύει, αν ξεχνά ότι πίσω από το βιολογικό αντικείμενο που ήρθε με το πρόβλημα, κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο από ένα σωματικό κέλυφος, τότε αυτό είναι καταστροφή, τότε ο γιατρός είναι «τελειωμένος».

Μοιάζει περισσότερο με υδραυλικό που επιδιορθώνει βλάβες ή με μηχανικό αυτοκινήτων που αντικαθιστά σπασμένα εξαρτήματα. Άλλωστε, ο άνθρωπος για μένα ήταν και είναι πολύ περισσότερο από την ασθένειά του.

Άρχισα να παρατηρώ, όμως, ότι πίσω από τη βιασύνη και πολυπραγμοσύνη, τη φροντίδα ότι πρέπει να γράψεις συνταγή ή παραπεμπτικό για εξέταση, χάνεις πραγματικά τον άνθρωπο. Ίσως στο γιατρό ενεργοποιείται αμυντικός μηχανισμός, όταν η συμπόνια του πρέπει να παραμεριστεί για χάρη του καλού που πρέπει να γίνει άμεσα. Συνειδητοποίησα για τον εαυτό μου ότι ένας πραγματικός γιατρός καλείται να θεραπεύσει το σωματικό και το πνευματικό στην πληρότητά του. Έτσι, άρχισε η αναγέννηση της κοσμοθεωρίας μου. Το βιβλίο ήταν η αρχή για να αντιλαμβάνομαι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου όχι μέσα από το πρίσμα αυτού του κόσμου στον οποίο ζούμε, αλλά μέσα από το πρίσμα του τι θα μας συμβεί όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο.

Το βιβλίο μού καρφώθηκε τόσο πολύ που το ξαναδιάβασα αρκετές φορές. Δεν αποφάσισα αμέσως να αντικαταστήσω την ιατρική μου ποδιά με ράσο, αλλά όταν το έκανα, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να μοιραστώ το βιβλίο με όσους κινούνταν στο δρόμο της πνευματικής ανάπτυξης, όπως και εγώ.

Κάποιοι έρχονταν να με ευχαριστήσουν, ενώ άλλοι δυσανασχετούσαν

Εκείνη την εποχή σταμάτησαν να εκτυπώνουν το συγκεκριμένο βιβλιαράκι. Με τον ίδιο τίτλο και συγγραφέα, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο εκδίδονταν άλλα έργα του Ηγουμένου Σάββα. Τότε, με την ευλογία του Σεβασμιώτατου και με την άδεια του καθηγούμενου της Λαύρας των Σπηλαίων του Πσκοφ, την επανεκδώσαμε στο Ρίμπινσκ. Το τιράζ ήταν αρκετά μεγάλο – 40 χιλιάδες αντίτυπα.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα φύλαγα αρκετά αντίτυπα κάτω από το εξομολογητικό αναλόγιο και τα πρόσφερα στον κόσμο. Τους έλεγα ότι αν δεν μπορέσουν να το τελειώσουν, μπορούσαν να το επιστρέψουν, και ότι αν μιλούσε στην καρδιά τους, μπορούσαν να το κρατήσουν ή να το δώσουν σε κάποιον άλλον. Κάποιοι άνθρωποι έρχονταν μετά για να με ευχαριστήσουν, ενώ άλλοι δυσανασχετούσαν: «Μα πώς μπορεί κανείς να ζει με τέτοιες αρχές;».

Και πράγματι, αυτό φαίνεται αδύνατο: να εφαρμόζουμε στη ζωή όλη την πληρότητα της ευαγγελικής τελειότητας, στην οποία μας καλεί ο Χριστός.

Πώς μπορείς, όταν έχεις μόνο δύο ρούχα, να κρατήσεις μόνο το ένα για τον εαυτό σου; Πώς να μην φροντίζεις για τίποτα όταν ξεκινάς ένα ταξίδι: να μην μαζεύεις χαλκό στην τσέπη σου ούτε φαγητό για ώρα ανάγκης; Πώς μπορείς να παραδώσεις τον εαυτό σου στα χέρια των συκοφαντών και των φθονερών; Πώς να σιωπάς και να μην ανταποδίδεις, όταν σε χτυπούν στο ένα μάγουλο, και μάλιστα να γυρίζεις και το άλλο; Ναι, δεν είναι εύκολο.

Γνωρίζουμε όμως ότι οι άγιοι έγιναν άγιοι όχι τη στιγμή που αντιλαμβάνονταν την αλήθεια του Ευαγγελίου ως αλήθεια, αλλά όταν με την ίδια τους τη ζωή την ενσάρκωναν στα λόγια και στις πράξεις τους. Τότε που ξεκινούσαν με κάτι απλό: με σωματική εγκράτεια και περιορισμό της τροφής. Τότε που παρέμεναν αφοσιωμένοι στην αδιάλειπτη προσευχή. Όταν η ανθρώπινη καρδιά αναζητά το ύψος του αγώνα, αρχίζει να κινείται στο δρόμο της ομοιότητας με τον Θεό.

Για τους περισσότερους Ορθόδοξους Χριστιανούς, όλοι αυτοί οι μοναχικοί αγώνες φαντάζουν ως κάτι απίστευτα δύσκολο. Όμως, ο μοναχός δεν διαφέρει πολύ από τον λαϊκό. Εκτός από το γεγονός που δίνει υποσχέσεις ενώπιον του Θεού, ότι θα είναι ακτήμων, θα παραμείνει εν υπακοή, θα απέχει από το γάμο. Σε όλα τα υπόλοιπα, η αλήθεια του Ευαγγελίου ισχύει και για τον λαϊκό όπως ακριβώς ισχύει και για τον μοναχό. Μπορούμε να ζούμε στον κόσμο όπως σε μοναστήρι – στην υπακοή, στην καλοσύνη και στην ακακία – όπως μπορούμε να ζούμε σε μοναστήρι και να κοιτάζουμε έξω από τον φράχτη και να αντιμιλάμε στους πάντες. Είναι δύσκολο να ακολουθούμε τις εντολές. Όχι, όμως, επειδή ο Θεός δεν είναι έτοιμος να δίνει δυνάμεις στον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος εσωτερικά δεν είναι έτοιμος να αντέχει στις δυσκολίες.

https://gr.pravoslavie.ru/167268.html

<>






«Κατά τη διάρκεια της βάπτισης λιποθύμησα ξαφνικά»: Ο πρώτος ορθόδοξος ιερέας κούρδος μας διηγείται για την αλλαγή στη ζωή του

Ιερομόναχος Μαντάϊ (Μαάμντι)


Ο ιερομόναχος Μαντάι (Μαάμντι) λέει:

Είμαι ορθόδοξος Κούρδος που γεννήθηκε στη Γεωργία από οικογένεια Γιαζίντι. Οι Κούρδοι ζουν στα κοντά εδάφη της Συρίας, του Ιράν, του Ιράκ και της Τουρκίας, μια γεωγραφική περιοχή που συνήθως αναφέρεται ως Κουρδιστάν («Γη των Κούρδων»). Μετά τη γενοκτονία του λαού μας στο τουρκικό Κουρδιστάν (το ανατολικό τμήμα της Τουρκίας, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Κούρδοι. - σ.σ. σημείωση) στις αρχές του ΧΧ αιώνα, οι πρόγονοί μου μετανάστευσαν στην Αρμενία και από εκεί στη Γεωργία, τη Ρωσία και άλλες κοντινές χώρες. Στην Τιφλίδα, ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης και η μητέρα μου πέρασε τη ζωή της φροντίζοντας εμάς τα παιδιά. Δεν ζούσαμε καλά, αλλά οι γονείς μας, μάς δίδαξαν από την παιδική ηλικία να εκτιμούμε ό,τι είχαμε.

Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει: «Από εθνικότητα είμαστε Γιαζίντι, η πίστη μας είναι ο Γιαζιντισμός και η γλώσσα μας είναι Γιαζίντι». Ρωτούσα ποιοι είναι οι Κούρδοι και μου εξηγούσε ότι «οι Κούρδοι είναι Γιαζίντι που έχουν ασπαστεί το Ισλάμ, και παρόλο που είμαστε ένας λαός, δεν αποκαλούμε τους εαυτούς μας Κούρδους γιατί οι Κούρδοι είναι μουσουλμάνοι». Αυτή η αντιφατική δήλωση σχηματίστηκε λόγω της θρησκευτικής καταπίεσης των Γιαζίντι από τους Τούρκους και τους μουσουλμάνους Κούρδους. Ιστορικά, είναι ένας λαός, αλλά λόγω των θρησκευτικών διαφορών, οι Γιαζίντι έχουν κλειστεί στον εαυτό τους.

Η πίστη των Γιαζίντι είναι μια από τις ιδιαιτερότητες του λαού μας. Στην αρχαιότητα οι Κούρδοι ομολογούσαν τον ζωροαστρισμό και εν μέρει τον Χριστιανισμό, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξισλαμίστηκαν βίαια. Και τον XI-XII αιώνα ορισμένοι Κούρδοι ακολούθησαν τον σούφι μυστικιστή Σεΐχη Άντι (σύμφωνα με ιστορικές πηγές αποκαλείται «Σεΐχης και Ιμάμης των Κούρδων»). Στην αρχή ήταν απλώς μία από τις κατευθύνσεις του Ισλάμ, και στη συνέχεια διαχωρίστηκε από αυτό, έχοντας απορροφήσει πολλές παγανιστικές, εβραϊκές και χριστιανικές ιδέες και από τον XIV-XVII αιώνα μετατράπηκε σε ανεξάρτητη θρησκεία, γνωστή σε εμάς σήμερα ως «Γιαζιντισμός». Οι Γιαζίντι πιστεύουν σε έναν Θεό και τους επτά αγγέλους του που κρατάνε την γη σε μια ομαλή κατάσταση. Ο κυριότερος είναι ο Μαλάκ Τάβους (συχνά απεικονίζεται ως παγώνι ή κόκορας). Στη βιβλική και κορανική παράδοση, είναι ένας έκπτωτος άγγελος τον οποίο ο Θεός απέβαλε από τον παράδεισο λόγω ανυπακοής. Αλλά οι Γιαζίντι πιστεύουν ότι αργότερα ο Θεός τον συγχώρεσε και τον έκανε τον κύριο και φύλακα άγγελο των Γιαζίντι. Ως εκ τούτου, οι Γιαζίντι απαγορεύεται να αποκαλούν τον Ντενίτσα σαϊτάν (ή διάβολο), για το οποίο μερικές φορές κατηγορούνται για λατρεία του διαβόλου. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι το πιο σαγηνευτικό πράγμα στον Γιαζιντινισμό: παρά το γεγονός ότι πιστεύουν σε έναν Θεό, οι Γιαζίντι λατρεύουν τον ήλιο, τα φυσικά στοιχεία και το ειδωλολατρικό άγαλμα «σιντζάκ».

Δεν βλέπουν καμία αντίφαση σε αυτή τη λατρεία και τις εικόνες στο σπίτι και ακόμη και στην επίσκεψη σε ορθόδοξες εκκλησίες. Αυτό συνέβαινε και στην οικογένειά μας. Όμως με τράβηξε ακαταμάχητα ο Χριστός, για τον οποίο είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και το 2002, όταν η οικογένειά μας μετακόμισε από την Τιφλίδα στη Μόσχα, μου δόθηκε η Καινή Διαθήκη. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.

“Άρχισα να διαβάζω το Ευαγγέλιο κάθε μέρα. Περνούσα πέντε ώρες και μερικές φορές όλη τη νύχτα. Διάβαζα και δεν μπορούσα να χορτάσω, έμαθα κάποια αποσπάσματα απ' έξω και αναρωτιόμουν πώς άλλαζε ο κόσμος γύρω μου. Αυτή η πρώτη συνάντηση με τον Κύριο έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μου, ειδικά όταν προσευχήθηκα σ' Αυτόν και έλαβα απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις μου. Απλώς Τον ερωτεύτηκα. Μου έκανε εντύπωση ότι είναι δυνατόν να έχουμε προσωπική σχέση με τον Θεό. Ο Γιαζιντισμός δεν το δίνει αυτό. Δεν υπάρχει συνάντηση με τον Θεό, δεν υπάρχει επαφή μαζί Του. Ο Θεός των Γιαζίντι είναι πολύ μακριά από τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει εκεί αυτή η κατάσταση, για την οποία ο Δαβίδ έγραψε: γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος· μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐλπίζει ἐπ᾿ αὐτόν.! (Ψαλμός 33:9).”

Τελικά αποφάσισα να βαπτιστώ. Ήρθα στην εκκλησία για τη λειτουργία, αλλά άντεξα μόνο για λίγα λεπτά, ξαφνικά δεν αισθάνθηκα καλά. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Νίζνι Νόβγκοροντ, συνάντησα έναν ιερέα που με βοήθησε να προετοιμαστώ για τη βάπτιση.

Και το 2007, την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίστηκα. Εκείνο το πρωί    ξύπνησα με φόβο και άγριο βάρος στην καρδιά μου. Ήρθα στην εκκλησία, ο ιερέας με ρώτησε: «Δεν θέλεις να το σκάσεις;» Αλλά δεν ήθελα να φύγω μακριά. Και εδώ αρχίζει να λειτουργώ, ο επίσκοπος βάζει το χέρι του στο κεφάλι μου, και εγώ ξαφνικά ... λιποθύμησα. Ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω να με ραντίζει με αγιασμό. Και όταν μετά τη βάπτιση γυρίσαμε γύρω από την κολυμβήθρα με κεριά στα χέρια μας, ως ένδειξη της αιώνιας ένωσης με τον Χριστό, ένιωσα πώς η καρδιά μου μεταμορφωνόταν με κάθε βήμα. Ανείπωτη χαρά, ειρήνη και φως με γέμισαν. Κατά τη βάπτισή μου έλαβα το όνομα Σεραφείμ.

Από την παιδική μου ηλικία με στοίχειωναν ανεξήγητες κρίσεις φόβου. Μπορούσα να ξυπνάω τη νύχτα τρομοκρατημένος και να περιφέρομαι στο σπίτι μέχρι να ηρεμήσω. Κάτι με τρόμαζε συνεχώς, αλλά δεν καταλάβαινα τι ήταν και πώς να απαλλαγώ από αυτό. Και αφού βαπτίστηκα, όλα αυτά εξαφανίστηκαν. Εντελώς. Έγινα ένας νέος άνθρωπος, ο κόσμος, οι άνθρωποι, ο εαυτός μου με έβλεπαν πλέον εντελώς διαφορετικά. Και το πιο σημαντικό είναι ότι και οι άνθρωποι γύρω μου παρατήρησαν αυτές τις αλλαγές. Ο Χριστός έγινε το νόημα της ζωής μου και στόχος μου ήταν να Τον ακολουθήσω. Φυσικά, οι συγγενείς μου ήταν εναντίον της βάπτισης: για τους Γιαζίντι είναι πραγματικό έγκλημα να απαρνηθούν την πίστη τους. Αλλά αφού βαπτίστηκα, με τη βοήθεια του Θεού κατάφερα να τους δείξω ότι ο χριστιανισμός δίνει στον άνθρωπο την ευκαιρία να αγγίξει τον Ζωντανό Θεό. Και σχεδόν όλοι οι Γιαζίντι στον κύκλο μου βαπτίστηκαν.

Αλλά οι απότομες ανατροπές στη ζωή μου δεν τελείωσαν εκεί. Ένιωσα ότι ο Κύριος με καλούσε να γίνω πολεμιστής του Λόγου στον μεγάλο πόλεμο για τις ψυχές των ανθρώπων. Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι ήθελα να αφιερωθώ στον Θεό και στους ανθρώπους. Ακόμη και πριν από τη βάπτισή μου ένιωσα την κλήση στον μοναχισμό, αυτός ο δρόμος κατά τη γνώμη μου είναι ταυτόσημος με τον ιεραποστολικό δρόμο, διότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου απαιτεί την απάρνηση των πάντων.

Αλλά αυτή η απόφαση ήταν δύσκολη για μένα, γιατί ακόμη και μεταξύ των Ορθοδόξων δεν βρήκα πραγματικά κατανόηση σε αυτή την επιθυμία. Και η συνάντησή μου με τον γέροντα Διονύσιο και την αδελφότητα της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Άξιον Εστί» έγινε στήριγμα για μένα. Το 2014, χειροτονήθηκα ως μοναχός με το όνομα Μαντάι, προς τιμήν του εγγονού του Νώε, τον οποίο οι Κούρδοι θεωρούν προπάτορα του λαού τους. Αμέσως, επικράτησε πλήρης ησυχία στο μυαλό και την ψυχή μου. Η καρδιά μου δόθηκε για πάντα στον Θεό. Και όταν αγαπάς κάποιον, θέλεις να είσαι συνέχεια με τον αγαπημένο σου. Έτσι, ο μοναχισμός είναι μια ευκαιρία να μην αποχωριστείς ποτέ τον Κύριο. Από τότε αφοσιώθηκα στην ιεραποστολή, μεταφράζω ορθόδοξα βιβλία και λειτουργικά κείμενα στα κουρδικά και μπήκα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Και το 2023, με την ευλογία του Πατριάρχη της Γεωργίας Ηλία Β', ο επίσκοπος Σάββα με χειροτόνησε ιερέα. Έτσι έγινα ορθόδοξος ιερέας, κάτι που χιλιάδες ορθόδοξοι Κούρδοι λαχταρούσαν όλα αυτά τα χρόνια. Το γεγονός αυτό ενέπνευσε πολλούς Κούρδους και έστρεψε το βλέμμα τους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία η κουρδική γλώσσα και ο κουρδικός λαός βρήκαν θέση. Παρά το γεγονός ότι οι πρόγονοί μας, οι Μάγοι, ήρθαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος στη Βηθλεέμ, η χριστιανική πίστη δεν μπόρεσε να ριζώσει στους ιρανικούς λαούς για δύο χιλιάδες χρόνια. Μόλις την τρίτη χιλιετία οι Κούρδοι άρχισαν να δέχονται τον Χριστό. Αναγνώρισαν τελικά στον χριστιανισμό αυτό που τον κάνει μοναδικό - τον Ιησού Χριστό, τον ενσαρκωμένο Θεό. Είναι τόσο διαφορετικός από τους θεούς που απαιτούν θυσίες και προσφορές!

Ο Θεός μας προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία. Όχι μόνο πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά σε κάθε λειτουργία. Έτσι ώστε όταν κοινωνούμε, να γινόμαστε μέρος Εκείνου, του οποίου το Σώμα και το Αίμα λαμβάνουμε, και να βρίσκουμε την αληθινή ενότητα μεταξύ μας. Σε αυτή την πράξη αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, ο Θεός ανατρέπει εντελώς τη συμβατική σκέψη. Ο Χριστός δεν μας καλεί να προσέλθουμε σ' Αυτόν με δώρα, αλλά με τις αμαρτίες, τις αδυναμίες και τα βάσανά μας. Και σε αντάλλαγμα μας δίνει τα πάντα: ζωή, συγχώρεση, αγάπη, σωτηρία και άπειρο έλεος.


<>





Οι πρώτοι που ασπάστηκαν την Ορθοδοξία ήταν οι σαμουράι



— Δέσποτα, στη Ρωσία, δυστυχώς, πολύ λίγοι γνωρίζουν για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ιαπωνία, για τις ιδιαιτερότητες και την ιστορία της. Μπορείτε να μας πείτε, παρακαλώ, πώς ξεκίνησαν όλα;
— Ο χριστιανισμός ήρθε στην Ιαπωνία τον 16ο αιώνα. Ήταν καθολικές ιεραποστολές. Εξαπλώθηκαν αρκετά σε όλη τη χώρα. Αλλά μετά από αυτό η Ιαπωνία είχε κλείσει τα σύνορα για τους ξένους για τριακόσια χρόνια, δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία επιρροή από το εξωτερικό. Και μόνο στην δεκαετία του εξήντα του 19 αιώνα άρχισαν και πάλι οι διπλωματικές σχέσεις, έλαβε χώρα το λεγόμενο «άνοιγμα της χώρας». Η διείσδυση της δυτικής κουλτούρας συνεχίστηκε, και χριστιανοί ιεροκήρυκες από την Αμερική, την Ολλανδία, τη Ρωσία… εμφανίστηκαν και πάλι στη χώρα. Τότε ήταν που ήρθε στην Ιαπωνία ένας νεαρός ιερέας, ο μελλοντικός Άγιος Νικόλαος της Ιαπωνίας. Με την εμφάνισή του αρχίζει και η ιστορία της ιαπωνικής Ορθοδοξίας.
Εκείνη την εποχή οι Ιάπωνες δεν έβλεπαν καμία διαφορά μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών: είτε προτεσταντισμός, είτε καθολικισμός, είτε ορθοδοξία, γι' αυτούς όλα ήταν το ίδιο. H σφαίρα επιρροής τους χωρίζονταν μόνο από ένα χαρακτηριστικό, το γεωγραφικό: κάθε μία από αυτές κυριαρχούσε στην περιοχή όπου είχαν αρχικά εγκατασταθεί οι ιεροκήρυκες. Έτσι, η Ορθοδοξία εξαπλώθηκε στα βόρεια εδάφη και η πλειονότητα των προτεσταντών ιερέων εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Ιαπωνία. Όπως λένε, έτσι είναι ιστορικά.....
Φυσικά, ο καθένας κήρυττε με διαφορετικό τρόπο. Αλλά το κύριο πρόβλημα για όλους τους ήταν να εξηγήσουν στους απλούς Ιάπωνες ποιος είναι ο Θεός. Αυτό εξακολουθεί να είναι πολύ δύσκολο, επειδή η έννοια του Ενός Θεού δεν υπήρξε ποτέ στην παραδοσιακή ιαπωνική κουλτούρα. Ως εκ τούτου, το σημαντικότερο έργο της χριστιανικής ιεραποστολής στην Ιαπωνία ήταν να μεταφραστεί Αγία Γραφή στα ιαπωνικά. Και όταν ο Άγιος Νικόλαος ήρθε στην Ιαπωνία, ασχολήθηκε επίσης με το ζήτημα της μετάφρασης.
Στράφηκε στην κινεζική έκδοση. Η Ορθοδοξία είχε έρθει στην Κίνα κάπως νωρίτερα και η Αγία Γραφή είχε μεταφραστεί εκεί πριν από καιρό. Και επειδή η ιαπωνική και η κινεζική γλώσσα έχουν κοινά χαρακτηριστικά, η μετάφραση αυτή ήταν μια καλή βοήθεια.
Αλλά ακόμη και με μία υπαρκτή μετάφραση δεν λύνεται το πρόβλημα της κατανόησης για τον Ένα Θεό και την Αγία Τριάδα σε ένα προφορικό κήρυγμα στους Ιάπωνες. Νομίζω ότι ούτε στη Ρωσία είναι τόσο εύκολο να το εξηγήσει κανείς σε μη εκκλησιαστικούς ανθρώπους, παρόλο που η Ρωσία είναι μια χώρα με χιλιάδων ετών χριστιανική ιστορία, και υπό την επίδραση της Ορθοδοξίας διαμορφώθηκε όλος ο πολιτισμός και η ιστορία της. Τι να πούμε για την Ιαπωνία…
Ένα άλλο ζήτημα είναι πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι Ιάπωνες την Ορθοδοξία; Ως πίστη, δηλαδή, αυτό που καθορίζει τη ζωή τους; Ή ως μέρος του πολιτισμού που ήρθε από τη Δύση; Δυστυχώς, η δεύτερη επιλογή είναι πολύ πιο συνηθισμένη. Άλλωστε, η Ορθοδοξία ήρθε σε εμάς από τη Ρωσία και πολλοί άνθρωποι τη συνδέουν με τη Ρωσία. Και ποιες είναι τώρα οι ρωσο-ιαπωνικές σχέσεις; Εδώ θα βρείτε και την απάντηση, γιατί η Ορθοδοξία σε εμάς είναι λιγότερο δημοφιλής, από ό, τι, ας πούμε, ο Καθολικισμός.
— Επίσης, γιατί η Ορθοδοξία γίνεται πιο συχνά αντιληπτή στην Ιαπωνία ως πολιτισμικό φαινόμενο παρά ως πίστη;​
— Υπάρχουν διάφοροι λόγοι. Πρώτον, η ευρεία εξάπλωση του Χριστιανισμού άρχισε στην Ιαπωνία τον δέκατο ένατο αιώνα, κατά την εποχή Μέιτζι, όταν ο δυτικός πολιτισμός κατέκλυσε την Ιαπωνία. Φυσικά, ο χριστιανισμός έγινε αντιληπτός ως στοιχείο αυτού του πολιτισμού: μια ιδιαίτερη λογοτεχνία, ένα ιδιαίτερο είδος εικονογραφίας… Η αντίληψη αυτή ενισχύθηκε από τους προτεστάντες ιεροκήρυκες που έδιναν έμφαση στην ηθική και δεοντολογική πλευρά του χριστιανισμού.
Δεύτερον, στην ιαπωνική γλώσσα δεν υπάρχει η έννοια της πίστης. Πώς, για παράδειγμα, μεταφράζεται η λέξη «Ορθοδοξία» στα ιαπωνικά; — «Σεικέ», δηλαδή «σωστό δόγμα». Το οποίο, σε γενικές γραμμές, είναι κατανοητό, διότι οι παραδοσιακές θρησκείες της Ιαπωνίας, ο Σιντοϊσμός και ο Βουδισμός, είναι, πρώτα απ' όλα, διδασκαλίες, που ορίζουν πώς να ζει κανείς, πώς να ενεργεί σε αυτή ή σε άλλη την κατάσταση. Σε αυτές τις θρησκευτικές παραδόσεις δεν υπάρχουν έννοιες όπως η σωτηρία της ψυχής για την αιώνια ζωή, η προσωπική κοινωνία με τον Θεό, η Θεϊκή Προσωπικότητα και ούτω καθεξής. Ενώ οι Χριστιανοί πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, αποδέχονται αυτό το γεγονός ως γεγονός και ως ευκαιρία για την προσωπική τους σωτηρία. Η διαφορά, όπως μπορείτε να δείτε, είναι τεράστια.
Και παρ' όλα αυτά, στην Ιαπωνία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δέχονται τον Χριστό με όλη τους την καρδιά και η Ορθοδοξία γι' αυτούς είναι πίστη, κάτι που αλλάζει τη ζωή τους. Στην εποχή Μέιτζι υπήρχαν εκείνοι που άκουσαν το κήρυγμα του Αγίου Νικολάου και τον ακολούθησαν.
— Ήταν άνθρωποι που το αναζητούσαν βαθιά μέσα τους;
— Μάλλον σε βαθιά εσωτερική κρίση. Παραδόξως, ήταν σαμουράι. Βρίσκεται στα βόρεια της Ιαπωνίας, το Χακοντάτε, όταν ο Άγιος Νικόλαος ήρθε εκεί; Ήταν ένα μέρος όπου ζούσαν άνθρωποι της παλιάς Ιαπωνίας, της Ιαπωνίας που είχε χάσει στην επανάσταση του αυτοκράτορα Μέιτζι, η οποία ανέτρεψε τον σογκούν Τοκουγκάβα και μετέφερε επίσημα την εξουσία στον αυτοκράτορα. Οι άνθρωποι της Τοκουγκάβα είχαν χάσει κάθε ελπίδα για ζωή, όπως οι ευγενείς στη Ρωσία μετά το 1917. Ήταν μορφωμένοι άνθρωποι, με τον τύπο σκέψης των σαμουράι, δηλαδή έτοιμοι να θυσιαστούν, να ζήσουν για χάρη μιας ιδέας. Αλλά έχασαν τη θέση τους στην κοινωνία, την τύχη τους..... Και κυρίως αυτό για το οποίο ζούσαν: οι αρχές και τα ιδανικά που υπηρετούσαν ανήκαν σε μια Ιαπωνία που δεν υπήρχε πια. Δεν ήξεραν τι να κάνουν έπειτα. Σε αυτή την κατάσταση, υποχώρησαν προς τα βόρεια, φεύγοντας από την επίθεση της νέας εποχής.
Ήθελαν να κάνουν τη διαφορά στη χώρα τους. Χρειάζονταν όμως κάποια διδασκαλία, κάποια ιδέα που θα τους στήριζε σε αυτή τη δύσκολη εποχή. Τότε συνάντησαν τον Άγιο Νικόλαο… Τι ήταν αυτό: Πρόνοια του Θεού ή τύχη, πείτε το όπως θέλετε. Αλλά αυτοί ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που άκουσαν πραγματικά το κήρυγμά του για τον Χριστό. Και το κήρυγμά του έπιασε τόπο. Ένας από τους μαθητές του, ο Παύλος Σαβάμπε, που έγινε ιερέας, είπε: για να αλλάξεις κάτι στη χώρα σου, πρέπει πρώτα απ' όλα να αλλάξεις τον εαυτό σου. Και τι μπορεί να αλλάξει την καρδιά ενός ανθρώπου αν όχι η Ορθοδοξία;
— Δηλαδή υπήρχαν και στρατιώτες του Χριστού μεταξύ των σαμουράι;
— Ναι, υπήρχαν πολλοί σαμουράι μεταξύ των πρώτων Ιαπώνων Ορθοδόξων. Όλοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον και ήταν φίλοι, διότι ο κώδικας της πίστης και της φιλίας για έναν σαμουράι είναι πάνω απ' όλα. Μάθαιναν γρήγορα ο ένας από τον άλλον για τη νέα πίστη, και εμπιστευόμενοι ο ένας τον άλλον, την αντιμετώπισαν με εμπιστοσύνη. Και επίσης, όπως νομίζω, έπαιξε ρόλο στην Ορθοδοξία, η πίστη του καθεδρικού ναού: η προσευχή στο ναό, η μια κοινή αιτία ολόκληρης της Εκκλησίας, προσεύχεται όλος ο κόσμος, νιώθοντας οι ίδιοι μια οικογένεια. Αυτό είναι κοντά στο πνεύμα των σαμουράι. Όλα αυτά συνέβαλαν στη διάδοση της Ορθοδοξίας.
Στη συνέχεια οι σαμουράι άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν στα εδάφη τους. Πολλοί ήταν από το Σεντάι, οπότε στην πόλη αυτή η Ορθοδοξία ήρθε αρκετά σύντομα. Και άρχισε να διαδίδεται γρήγορα μεταξύ των συγγενών, των φίλων και των γνωστών αυτών των προσηλυτισμένων. Αν και το κύριο πρόβλημα: είναι το πως να εξηγήσουν στους απλούς Ιάπωνες τι είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Χριστός- Θεάνθρωπος, ο οποίος νίκησε τον θάνατο με τα πάθη Του, έτσι και παρέμενε άλυτο.
— Υπάρχει κάτι στην Ορθοδοξία που να μην απέχει πολύ αλλά ταυτόχρονα να είναι κατανοητό στη συνείδηση των Ιαπώνων;
— Φυσικά και υπάρχει. Πολλές από τις βασικές αρχές: αγάπα τον πλησίον σου, αν σε χαστουκίσουν στο αριστερό μάγουλο, γύρισε και το άλλο μάγουλο, είναι εδώ και πολύ καιρό γνωστές και κατανοητές στους Ιάπωνες. Αν στον δυτικό κόσμο το κέντρο του σύμπαντος είναι ο άνθρωπος, το «εγώ» του, και σε δεύτερη μοίρα οι σχέσεις του με τους άλλους, στη συνείδηση των Ιαπώνων προέχουν οι άλλοι.
Δηλαδή, κάποια στοιχεία της ορθόδοξης συνείδησης είναι ενσωματωμένα σε αυτούς. Ή όπως είναι στη μνημόνευση των κεκοιμημένων. Στην Ιαπωνία τιμούν τη μνήμη των προγόνων τους, και η παράδοση του μνημόσυνου και των μνημόσυνων γευμάτων υιοθετήθηκε πολύ γρήγορα. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά: για τους χριστιανούς, ο κύριος σκοπός της θείας λειτουργίας είναι η Κοινωνία, η ένωση με τον Θεό, αλλά στην Ιαπωνία η νεκρώσιμη ακολουθία βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτήν, ως φόρος τιμής στους προγόνους. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα για όλες τις χριστιανικές ομολογίες. Ο χριστιανισμός στην Ιαπωνία συχνά δεν γίνεται αντιληπτός στο σύνολό του, αλλά μόνο στο βαθμό που είναι κατανοητός και βολικός για εμάς, επειδή ανταποκρίνεται στις προηγούμενες πεποιθήσεις μας. Αλλά αυτό, μου φαίνεται, δεν είναι τόσο πρόβλημα των ίδιων των πιστών όσο του κλήρου. Είμαστε πολύ λίγοι, απλά δεν είμαστε αρκετοί για να εξηγήσουμε σε όλους όσοι θέλουν να μάθουν τι είναι ο Χριστιανισμός και ποια είναι η ουσία του.
— Αλλά στην Ιαπωνία υπάρχουν θεολογικές σχολές, κατηχητικά μαθήματα και, τέλος, τμήματα θεολογίας στα πανεπιστήμια. Αυτό δεν είναι αρκετό;
— Άλλο πράγμα είναι να κατανοείς τον Χριστιανισμό ως δόγμα, ως ακαδημαϊκό αντικείμενο, να αφομοιώνεις τη θεωρία και τις αρχές του και να αποφασίζεις για τον εαυτό σου: μου ταιριάζει, το αποδέχομαι. Και είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να τον αποδέχεσαι στο επίπεδο των συναισθημάτων, ως μια πίστη που διαπερνά ολόκληρη τη ζωή, που ζει στην καρδιά και την αλλάζει. Πρόκειται για ένα ποιοτικά διαφορετικό βήμα.
Πριν μετακομίσω στο Σεντάι, υπηρέτησα στην Εκκλησία της Αναστάσεως στο Τόκιο, και συχνά παρατηρούσα μια τέτοια κατάσταση: οι άνθρωποι έρχονται στο κατηχητικό σχολείο για ένα χρόνο, δύο, τρία, τέσσερα και ήδη κατανοούν τις διδασκαλίες και τις αποδέχονται, παρόλα αυτά όμως δεν βαπτίζονται. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ιαπώνων. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου χριστιανοί μεταξύ των βιβλικών μας μελετητών. Αντιλαμβάνονται την Αγία Γραφή ως λογοτεχνία.
— Πώς, κατά τη γνώμη σας, μπορείτε να εξηγήσετε στους σύγχρονους Ιάπωνες τι είναι η αμαρτία, η σωτηρία της ψυχής, η αιώνια ζωή, όλα αυτά τα πράγματα που είναι θεμελιώδη στην Ορθοδοξία, αλλά δεν είναι ιδιάζοντα στην ιαπωνική συνείδηση;
— Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Το πρόβλημα, όπως έχω ήδη πει, είναι ότι ο Χριστιανισμός εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτός στην Ιαπωνία ως θρησκεία του δυτικού κόσμου, ξένη, εισαγόμενη. Και δεν έχει καταστεί ακόμη δυνατό να αλλάξει αυτή η κατάσταση, ο αριθμός των χριστιανών όλων των δογμάτων στην Ιαπωνία δεν υπερβαίνει το ένα τοις εκατό του πληθυσμού.
Επιπλέον, στον σημερινό κόσμο δεν είμαστε καθόλου εξοικειωμένοι με τη μάθηση. Η γνώση είναι αποθηκευμένη στον υπολογιστή, και αν χρειάζεστε πληροφορίες, αρκεί να πατήσετε το κατάλληλο κουμπί. Ψάχνουμε για έτοιμες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, και πολλοί άνθρωποι τις βρίσκουν, ιδίως εφόσον προσφέρονται σε αφθονία από διάφορα απόκρυφα δόγματα. Και έχοντας ικανοποιηθεί με αυτές τις απαντήσεις, δεν υπάρχει ανάγκη να βελτιωθεί κανείς, να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος. Τα τελευταία είκοσι ή τριάντα χρόνια στην Ιαπωνία αυτή η τάση έχει εντοπιστεί αρκετά καθαρά: οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται, δεν θέλουν να αναπτύσσονται. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ιαπωνία θεωρούν τους εαυτούς τους βουδιστές. Αλλά τι αντιπροσωπεύει ο βουδισμός τους; Μια φορά το χρόνο πηγαίνεις σε έναν ναό, προσεύχεσαι για λίγα λεπτά, πηγαίνεις στον τάφο ενός συγγενή σου και αυτό είναι όλο. Λίγοι άνθρωποι μελετούν τον Βουδισμό ως θρησκεία και χτίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις διδασκαλίες του. Το ίδιο συμβαίνει και μεταξύ των χριστιανών, συμπεριλαμβανομένων των ορθόδοξων χριστιανών. Το να αλλάξει κανείς την καρδιά του συχνά γίνεται αδύνατο εγχείρημα, οι άνθρωποι προτιμούν απλώς να εγκαταλείψουν την πίστη, ακόμη και αν καταλαβαίνουν με το μυαλό τους την ορθότητα και την αναγκαιότητά της. Εξάλλου, η πίστη είναι, πρώτα απ' όλα, έργο της ψυχής..... Για να καλλιεργήσει κανείς την πίστη στον εαυτό του, πρέπει να σκεφτεί, πρέπει να προσπαθήσει να αποκτήσει την εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό. Είναι πραγματική, είναι διαθέσιμη σε όλους. Έχουμε την αδιανόητη πολυτέλεια να μπορούμε να αισθανόμαστε τον Θεό στην καθημερινή μας ζωή. Αλλά είναι απαραίτητο να σκεφτούμε και να μιλήσουμε γι' αυτό. Και, πρώτα απ' όλα, είμαστε εμείς, οι ποιμένες. Πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί με τους ενορίτες μας και με τους λεγόμενους εκκλησιαζόμενους, ιδίως με εκείνους που έρχονται για πρώτη φορά στο ναό. Η σκέψη δεν με εγκαταλείπει ποτέ: ίσως το όλο θέμα είναι ότι εμείς, οι ποιμένες, δεν κάνουμε αρκετά.
Κατά κάποιον τρόπο, η κατάσταση στην Ιαπωνία σήμερα θυμίζει την πρώιμη χριστιανική ιστορία. Ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν δύσκολο να κηρύξεις στην Ελλάδα...... Τώρα κηρύττουμε ανάμεσα στους ειδωλολάτρες, στους οποίους η πίστη μας είναι ξένη και η ανάγκη για τη σωτηρία της ψυχής δεν είναι προφανής. Φυσικά, δεν μας πετάνε σε κλουβιά με τίγρεις, δεν μας βασανίζουν, υπό αυτή την έννοια είναι πολύ πιο εύκολο για εμάς. Αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεις έναν τρόπο να μαρτυρήσεις για τον Χριστό στην καθημερινή ζωή, όταν κανείς δεν σε καταδιώκει ή δεν σου απαγορεύει να προσευχηθείς. Διότι ο μόνος τρόπος για να μαρτυρήσουμε είναι να αγαπήσουμε ειλικρινά τους συνανθρώπους μας, όχι με μια ρομαντική παρόρμηση, αλλά στην καθημερινή ζωή. Θα συμφωνήσετε ότι αυτό δεν είναι τόσο εύκολο.
— Υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσα στο ποίμνιό σας, ανάμεσα στους ενορίτες του ναού σας, που έχουν ασπαστεί βαθιά την Ορθοδοξία;
— Υπάρχουν διάφορα παραδείγματα. Πολλοί έρχονται, ενδιαφέρονται για την εκκλησιαστική ζωή, τις λειτουργίες, ακούν με προσοχή τα κηρύγματα, πηγαίνουν στην εκκλησία για μισό χρόνο, ένα χρόνο, τελικά αποφασίζουν και λαμβάνουν το βάπτισμα..... Αλλά μετά από αυτό σταματούν αμέσως να πηγαίνουν στην εκκλησία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ενδιαφέρον τους ήταν απολύτως ειλικρινές και ήθελαν πραγματικά να γίνουν πραγματικοί χριστιανοί… Αλλά η λήψη του Βαπτίσματος κάποια στιγμή έγινε ο μοναδικός τους στόχος. Αντί να είναι η αρχή της εκκλησιαστικής ζωής, έγινε το τέλος του δρόμου γι' αυτούς. Τέτοιος είναι ο αγώνας δρόμου μικρής διάρκειας. Μεταξύ εκείνων που προσπαθούν να κατανοήσουν τον Χριστιανισμό ως δόγμα, ως ακαδημαϊκό κλάδο, τέτοιοι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα πολυάριθμοι.
Υπάρχουν όμως και άλλα παραδείγματα και είναι πολλά, όπου οι άνθρωποι αλλάζουν. Απλώς δεν έχει περάσει πολύς χρόνος. Κρίνετε μόνοι σας: στη Ρωσία, η Ορθοδοξία έχει ιστορία χιλίων ετών, αλλά στην Ιαπωνία ήρθε πριν από εκατό σαράντα χρόνια. Σε ιστορική προοπτική πρόκειται για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η Ορθοδοξία δεν είχε ακόμη χρόνο να ριζώσει στην κουλτούρα και τη συνείδησή μας. Άλλωστε στην Ιαπωνία οι σιντοϊστικές και βουδιστικές γιορτές (ματσούρι) αποτελούν μέρος όχι καν της θρησκευτικής, αλλά της κοινωνικής ζωής.
Και ιστορικά, οι Ιάπωνες έχουν ιστορικά βάλει το κοινό στο προσκήνιο. Κρίνετε μόνοι σας πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσετε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Το να είσαι ένα μαύρο πρόβατο είναι μια απόφαση κρίσης. Ένα παιδί στο σχολείο δεν μπορεί να μην πηγαίνει στο ματσούρι, διαφορετικά θα γίνει αντικείμενο εκφοβισμού και παρενόχλησης από τους συμμαθητές του.
Ταυτόχρονα, αν στη Ρωσία, την Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο η Κυριακή, που είναι η τελευταία μέρα της εβδομάδας, συνδέεται στο μυαλό των ανθρώπων με το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, στην Ιαπωνία είναι απλώς η ημέρα του ήλιου. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου προφανές σε έναν Ιάπωνα γιατί την ημέρα αυτή είναι προτιμότερο να απέχει από την καθημερινή εργασία και να την αφιερώνει στην πνευματική εργασία.
Πιστεύω ότι η Ορθοδοξία, ο Χριστιανισμός γενικά, αντιμετωπίζει τώρα ένα πολύ σημαντικό καθήκον, να γίνει αναπόσπαστο μέρος της ιαπωνικής κοινωνίας, να γεμίσει τη ζωή της με ένα νέο, άγνωστο ακόμη νόημα. Και αυτό είναι μια μεγάλη ευθύνη για κάθε χριστιανό…


<>






Μία συγκλονιστική ιστορία μεταστροφής, η οποία συνέβη στις μέρες μας. Ένας άνθρωπος άλλαξε ολόκληρη τη ζωή του, από την στιγμή που συναντήθηκε με τον Γέροντα Παΐσιο στο κελί του στην Παναγούδα!

Διαβάστε την απίστευτη ιστορία, έτσι όπως την περιγράφει γλαφυρά ο ίδιος.

~ Δεν πίστευα καθόλου! Έκανα ένα πολύ άσχημο επάγγελμα. Γύριζα ακατάλληλες ταινίες, δηλαδή πορνοταινίες.

Είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα και κινηματογραφικές μηχανές και τραβούσα ταινίες πορνό. Πουλούσα τις ταινίες και έβγαζα πολλά χρήματα… Αγόρασα ακριβό αυτοκίνητο, Μερσεντές και η ζωή μου γενικά ήταν μέσα στην χλιδή και στην πολυτέλεια…

Άκουγα και με λέγανε για τον Άγιο Παϊσιο και τους κορόϊδευα. Γελούσα…

Μια μέρα μου την έδωσε και λέω:
– Θα πάω στο κελλί του, για να δω πως τους δουλεύει όλους, αυτός ο καλόγερος!
Πήγα λοιπόν στο κελλί του, χώνομαι μέσα στον κόσμο και παρατηρώ να δω τι κάνει. Να δω και να βρω πως τους δουλεύει…
Κάθισα ώρες… Στο τέλος μείναμε τρεις επισκέπτες. Έφυγε ο πολύς ο κόσμος.

– Καθίστε να σας κεράσω, μας είπε ο Άγιος Παϊσιος.
Πάει μέσα στο κελλί και φέρνει σε ένα πιατάκι τρία λουκούμια. Δίνει στον πρώτο, δίνει στον δεύτερο και έρχεται μετά σε μένα μπροστά μου και με κοιτά στα μάτια, σαν να με έβγαζε ακτινογραφία.

Γυρίζει τότε το πιατάκι και ρίχνει το λουκούμι κάτω στο χώμα με τις λάσπες. Τότε μου λέει ο Άγιος:
– Μου έπεσε, πάρε φάε…
– Τί, από τις λάσπες θα το φάω; διαμαρτυρήθηκα.
Με κοιτά ξανά στα μάτια με νόημα και με λέει:
– Γιατί, εσύ πώς ταϊζεις λάσπες τους ανθρώπους;

Έπαθα την πλάκα της ζωής μου!… Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Σηκώθηκα χωρίς να πω κάτι και έφυγα τρέχοντας.
Πήγα στο ξενοδοχείο στις Καρυές. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, συλλογιζόμενος γι’ αυτό που συνέβη.

Την άλλη μέρα ξαναεπισκέφτηκα τον Άγιο Παϊσιο και του είπα:
– Θέλω να μιλήσουμε…

– Αν θέλεις να μιλήσουμε, μου λέει με αυστηρό ύφος, πάνε πρώτα να πουλήσεις τις μηχανές που έχεις στο διαμέρισμα, να το ξενοικιάσεις και μετά έλα πάλι.

Πήγα πίσω και σε ένα μήνα τα είχα πουλήσει όλα. Ξαναπήγα τότε γρήγορα να το δω. Με δέχτηκε αυτή τη φορά με πολύ χαρά.

Μιλήσαμε πολλή ώρα. Με βοήθησε να μπω σε σειρά. Να εξομολογούμαι και να Κοινωνάω. Βρήκα και μια καλή δουλειά… Δόξα τω Θεώ.

Ευχαριστώ τον Άγιο Παϊσιο από τα βάθη της καρδιάς μου, που με απάλλαξε από εκείνο το αμαρτωλό επάγγελμα και με έβαλε στο δρόμο του Θεού…

<>





«Ὑπῆρχε ἕνας μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε σέ αἱρετικό περιβάλλον, ὁ Θεός ὅμως οἰκονόμησε νά βρῆ τήν ἀλήθεια πού ὑπάρχει μόνο στήν Μία Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θέλοντας, λοιπόν, νά κάνη αὐτό τό βῆμα, ἀποφάσισε νά βρῆ τόν μητροπολίτη τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ ζητήση νά τόν βαφτίση καί νά τόν κατηχήση. Πῆγε, λοιπόν, στά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως στό Μεσολόγγι καί ζήτησε νά δῆ τό Σεβασμιώτατο Κοσμᾶ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, χωρίς προηγουμένως νά ἐνημερώση σχετικά μέ τό ἱστορικό του. Μόλις μπῆκε στό γραφεῖο ὁ Σεβασμιώτατος, ἐνῶ δέν τόν εἶχε ξαναδῆ ποτέ, τόν κοίταξε καί τοῦ εἶπε: “Τάδε (τό ὄνομά του), πολύ καιρό σέ περίμενα”. Ἔπειτα, τόν παρέπεμψε σέ ὑπεύθυνο κληρικό γιά νά κατηχηθῆ καί ὅταν τόν βάπτισαν πῆρε τό ὄνομα τοῦ δεσπότη»(ΠΕ, 14).

YT.

<>




Γέροντας Σάββας Καψαλιώτης: «Μιά ἡμέρα ζύμωνα ψωμί, ἔρχεται ἕνας νεαρός ἀντάρτης ὁπλισμένος καί μέ ρωτοῦσε γία τήν Ἐκκλησία...
—Ποῦ τόν εἴδατε τό Θεό;
Ἐγώ τοῦ εἶπα πολλά, ὅ,τι μέ φώτισε ὁ Θεός, ἐκεῖνος ἀντέλεγε. Μετά ἔφυγε καί ἐκεῖ στό παρεκκλήσι βλέπει μιά νεκρή πεταλούδα, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι εἶναι νεκρή, εἶπε:
—Θεέ, ἄν ὑπάρχης, ἄς πετάξη...
Καί ὤ τοῦ θαύματος! Ἡ πεταλούδα σηκώθηκε καί ἔφυγε. Αὐτός χλώμιασε καί ἐπιστρέφοντας μοῦ εἶπε αὐτά. Δόξασα τό Θεό καί εἶπα:
—Παιδί μου, δέν σοῦ τά ἔλεγα πρίν ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἀληθινός;»(ΓΣ).

INSTA - ΥΤ

<>




Ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν μανιακός καπνιστής.
Κάποτε εἶχε πάρει 22 παλικάρια καί ἑτοιμαζόταν νά χτυπήση τούς Τούρκους σέ μιά ἐπιδρομή του.
Τό βράδυ παρέα μέ τά παλικάρια του, διαπίστωσε ὅτι εἶχε τελειώσει ὁ καπνός καί ζήτησε ἀπό αὐτούς λίγο καπνό.
Ἀλλά κανείς ἀπό τά 22 παλικάρια δέν εἶχε, διότι ἦταν ὄλοι ἄκαπνοι!
Μπροστά σέ αὐτή τήν κατάστασι, ἦρθε εἰς ἐαυτόν καί ἐκστόμισε ἐκεῖνα τά περίφημα λόγια:
“Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐλευθερώσουμε τήν πατρίδα μας ἀπ᾽ τήν σκλαβιά τῶν Τούρκων, ὅταν ἐγώ δέν ἔχω ἀπελευθερωθῆ καί εἶμαι σκλάβος αὐτού τοῦ χόρτου;”. 
Ἔτσι ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔκοψε τό τσιγάρο!

INSTA

<>




«Ἡ Θ. Λειτουργία εἶχε μόλις τελειώσει. Οἱ πιστοί, γνωστοί, ἄγνωστοι, μέ πλατύ χαμόγελο ἀνταλλάσσαμε εὐχές!
Ὅλοι, ὅμως, ὑπό τήν “ασπίδα προστασίας” τῆς εὐχῆς τοῦ μεγάλου Γέροντα Προκοπίου Μερτύρη.
Ἀπό ἀπέναντι μέ τό μπαστουνάκι στό χέρι ἕνας χαμογελαστός κύριος περίπου ἐξηντάρης μοῦ κάνει νεῦμα καί μέ φωνάζει.
“Ἔλα νά σοῦ πω”, μοῦ λέει. “Σέ βλέπω πού ἔρχεσαι στό Μοναστήρι καί ἀποφάσισα νά σοῦ πῶ τήν ἰστορία μου, γιά νά ξέρης τί Γέροντα ἔχουμε”.
Καί ξεκίνησε τή διήγησι:
“Ἤμουν ταξιτζής καί ἔφερνα πολύ συχνά προσκυνητές στό μοναστήρι. Πάντοτε ὅμως περίμενα ἔξω ἀπ᾽ τό μοναστήρι, νά τελειώση ἡ ἀκολουθία, τό προσκύνημα, ἀνάλογα τόν προσκυνητή.
Μιά μέρα περιμένοντας, ἔκανα τό λογισμό ‘τί νά λέη ἄραγε στήν ἐκκλησιά ὁ παπᾶς; ̓ καί ἀποφάσισα νά μπῶ, νά ἀκούσω.
Ἔλεγε τό Εὐαγγέλιο, τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λάζαρου. Δυσανασχέτησα.
‘Καλά ̓, μονολογοῦσα, ‘αὐτά τά μάθαμε στό Δημοτικό, δέν βαριοῦνται νά λένε τά ἴδια καί τά ἴδια στούς ἀνθρώπους; ̓. 
Στεκόμουν ὑπεροπτικά, ἐξεταστικά, σχεδόν μέ οἶκτο καί κοίταζα τούς πιστούς πού ἄκουγαν τό Εὐαγγέλιο μέχρι νά τελειώση.
Μόλις τέλειωσε, ἑτοιμαζόμουν νά βγῶ ἔξω, ὅταν βλέπω τόν Γέροντα νά βγαίνη φουριόζος ἀπ᾽ τό Ἱερό.
Ἦρθε καί στάθηκε μπροστά μου κοιτάζοντάς με ἐξεταστικά.
Μοῦ λέει:
—Ἔλα μέσα στό Ἱερό τώρα νά σέ ἐξομολογήσω. Ὁ περιπαικτικός λογισμός τόν ὁποῖο ἔκανες πρίν λίγο γιά τούς πιστούς εἶναι ἡ σταγόνα γιά νά σοῦ συμβῆ μεγάλος πειρασμός. Ἄν δέν ἐξομολογηθῆς θά τρακάρης καί θά πάθης ζημιά.
Πρός στιγμήν σοκαρίστηκα ἀπ᾽ τή δύναμι τήν ὁποία ἔβγαζε ἀποκαλύπτοντας τούς λογισμούς μου.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ἤξερε τόν λογισμό μου, ἀλλά καί πάλι δέν μποροῦσα νά πιστέψω αὐτά πού ἔλεγε.
Γελώντας τοῦ εἴπα:
—Παπᾶ, μέ τίς ἐξομολογήσεις ἔχω τελειώσει ἀπό παιδί. 
Καί βγῆκα ἔξω.
Σέ λίγο ἦρθαν οἱ κυρίες πού ἔπρεπε νά τίς γυρίσω πίσω καί φύγαμε ἀπ᾽ τό μοναστήρι.
Στό δρόμο, τό τελευταῖο τό ὁποῖο θυμᾶμαι νά σκέφτομαι ἦταν τά λόγια του.
Τό ἄλλο πρωΐ ξύπνησα στό νοσοκομεῖο, ὅπου μέ πληροφόρησαν ὅτι εἶχα τρακάρει.
Οἱ κυρίες δέν εἶχαν πάθει τίποτε, ὅμως, ἐγώ ἤμουν παράλυτος.
Ἔβαλα γνωστούς καί ἀγνώστους νά μοῦ βροῦν τό τηλέφωνο τοῦ Γέροντα.
Τελικά ἐπικοινώνησα μαζί του.
Μέ κλάματα ἐξομολογήθηκα τελικά ἀπ᾽ τό τηλέφωνο.
Πέρασε πολύς καιρός, γνωρίστηκα μέ τόν Γέροντα καί μέ τίς εὐχές του, ὅπως βλέπεις, ἄρχισα σιγά-σιγά νά περπατάω πάλι.
Ἀπό ὅλη τήν ἱστορία μου, αὐτό πού ἀποκόμισα καί εἶναι κυρίαρχο στήν ψυχή μου, εἶναι ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στό Θεό πού μοῦ γνώρισε τόν ἅγιό Του καί μέ ξανάφερε στήν Ἐκκλησία.
Δέν μέ πειράζει πού κουτσαίνω, ἡ χαρά μου ὑπερβαίνει τήν ἔλλειψι. Σάν κι αὐτόν τόν Γέροντα δέν βρίσκουμε εὔκολα”.
Ἡ καταγραφή ἔγινε ἀπ᾽ τόν Κων/νο Σύμπουρα»(ΗΚ).



<>





«Ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης εἶχε ἐλευθερώσει πολλούς ἀνθρώπους, λαϊκούς καί μοναχούς, ἀπ᾽ τήν πλάνη. Μεταξύ αὐτῶν “συγκαταλεγόταν κι ἕνας δάσκαλος ἀπ᾽ τήν Κέρκυρα, πού ὅπως ἔλεγε, εἶχε στενή συνεργασία μέ τόν Ἅγ. Σπυρίδωνα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε ἀνακατέψει τή Χριστιανική Πίστι μέ τόν πνευματισμό καί τήν πλάνη. Πίστευε πώς μποροῦσε νά κάνη καταπληκτικά θαύματα. Καί ὅλος ὁ κόσμος εἶχε νά συζητῆ γιά τό πρόσωπό του. Τό πονηρό πνεῦμα τοῦ παρουσιαζόταν μέ τή μορφή τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνα καί τόν προέτρεπε, ἐκτός τῶν ἄλλων, νά κρατᾶ στήν προσευχή του ἀναμμένη λαμπάδα καί ὅταν ἡ λαμπάδα τελείωνε καί ἄρχιζε νά καίη τό χέρι του, νά μήν τή σβήνη, ἀλλά νά κάνη ὐπομονή, διότι πρόκειται γιά μαρτύριο. Τοῦ ἔλεγε ἀκόμη τό πονηρό πνεῦμα νά μήν κοινωνῆ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά γλύφη τήν ὕλη πού ἔτρεχε ἀπ᾽ τό κάψιμο τοῦ χεριοῦ του, διότι αὐτή ἰσοδυναμοῦσε μέ θεία μετάληψι. Ἀκόμη μέ τή βοήθεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἔκανε καί διάφορα θαύματα. Ὅταν τελικά ἀχρηστεύτηκαν τά χέρια του ἀπ᾽ τά ἐγκαύματα, ἀναζήτησε κάποιον γιά νά τόν σώση. Ἔφτασε μέχρι τά Κατουνάκια, ὅπου ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης τόν βοήθησε στό νά μπορῆ νά διακρίνη τά θαύματα τοῦ Θεοῦ ἀπ᾽ τά θαύματα τοῦ διαβόλου καί ἔτσι τόν ἀπάλλαξε ἀπ᾽ τήν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ”»(ΔΤ, 18).

<>





«Οἱ ἀναμνήσεις τῆς Εὔας Φομίν γιά τόν ἱερομόναχο Παῦλο προέρχονται ἀπ᾽ τήν ἐποχή τοῦ πολέμου, ὅταν ἦρθε γιά νά τελέση τήν κηδεία τῆς πεθερᾶς τῆς Παρασκευῆς Φομίν στό χωριό Λέπασούργια, στό Βάαχεργιόκι, στήν περιοχή τῆς ἐνορίας Suistamo, στίς 4 Μαΐου 1943. Ἡ ἴδια ἡ Εὔα ἦταν Λουθηρανή καί εἶχε ἔρθει ὡς νύφη σέ μιά κατά τά ἄλλα Ὀρθόδοξη οἰκογένεια. Ἡ βροχερή ἄνοιξι εἶχε προκαλέσει πλημμύρες, καί ἡ γέφυρα στή Χόμιλα, ἀπ᾽ τήν ὁποία ἔπρεπε νά περάση κάποιος πού πήγαινε ἀπ᾽ τό Suistamo στή Λεπαβάαρα, βρισκόταν κάτω ἀπ᾽ τό νερό. Ὁ ἴδιος ὁ πρωτοπρεσβύτερος Ἀλέξανδρος Ρουτουλάινεν δέν εἶχε τολμήσει νά περάση ἀπ᾽ τή σκεπασμένη μέ νερό γέφυρα στήν ἄλλη ὄχθη, ὅπου θά διάβαζε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία. Γι᾽ αὐτό ἔστειλε ἕνα νεαρό ἱερομόναχο, τόν Παῦλο, στή θέσι του. Αὐτός πέρασε τό ποτάμι, καί στήν ἄλλη ὄχθη τόν περίμεναν ὁ σύζυγος καί ὁ γυιός τῆς νεκρῆς μ᾽ ἕνα ἄλογο.
Ἡ νεκρή ἦταν ντυμένη μέ τά καλά της καί βρισκόταν στό φέρετρο τό ὁποῖο εἶχε τοποθετηθῆ μπροστά στό εἰκονοστάσι, στό καθιστικό τοῦ σπιτιοῦ. Ὅταν ὁ ἱερομόναχος Παῦλος ἔφθασε στό σπίτι, ἡ νύφη Εὔα θυμᾶται τήν αἴσθησι εὐσέβειας καί λεπτότητος πού προκάλεσε. Μπῆκε στό δωμάτιο σάν πνοή τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἦταν πολύ λεπτός, καί τό ράσο καί τό καλυμμαύχι του ἦταν πολύ φτωχικά. Ὡστόσο, ὑπῆρχε μεγάλη ζεστασιά στήν ἤρεμη παρουσία του, πού ἀκτινοβολοῦσε στούς ἀνθρώπους ἕνα γύρω. Μιλοῦσε μέ χαμηλή φωνή καί πρόσεχε πολύ τά λεγόμενα τοῦ συνομιλητῆ του. Εἶχε κανείς κοντά του μιά αἴσθησι ὀμορφιᾶς καί καλοσύνης.
Ὁ ἱερομόναχος Παῦλος διάβασε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία στό καθιστικό μέ πολλή ζωντάνια καί ὀμορφιά. Οἱ συγγενεῖς τῆς νεκρῆς ἔψαλλαν. Μετά τήν ἀκολουθία προσφέρθηκαν διάφορα φαγώσιμα: ψαρόσουπα, τσάι, κουλουράκια. Μετά τό φαγητό, ἠ νεκρή μεταφέρθηκε στό παλαιό κοιμητήριο τῆς Λέπασούργια, ὅπου ὁ ἱερομόναχος Παῦλος διάβασε τήν ἀκολουθία τῆς ταφῆς. Ἡ Εὔα Φομίν ἐντυπωσιάστηκε ἀπ᾽ τό νεαρό ἱερομόναχο μέ τό ταπεινό φρόνημα καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον του. Εἶχε μπροστά της ἕνα ταπεινό δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, ὡς ἐπίσκοπος Παῦλος, ἐνίσχυε τίς προσφυγικές οἰκογένειες πού εἶχαν ἀφήσει τά σπίτια τους μέ πίστι στή ζωή. Σαράντα χρόνια εἶχαν περάσει ἀπ᾽ τό γεγονός, καί ὁ τότε νεαρός ἱερομόναχος πού εἶχε στό μεταξύ ἀναδειχθῆ σέ ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, πήγαινε νά συναντήση τόν Κύριό του, ὅταν ἡ Εὕα Φομίν ἐντάχθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό Λάπινλάχτι τό ἔτος 1988. Ὁ σπόρος πού εἶχε πέσει τήν ἡμέρα τῆς κηδείας τῆς πεθερᾶς της, ἔφερε καρπό πολύ»(ΑΠ, 32).




<>



Αναφέρει ο Ευάγγελος Κουτρουμπέλης, πρώην μάγος και σατανιστής:

Σαν αναζητητής της δύναμης και της ισχύος, σαν ανώ­ριμος αναζητητής, ασχολήθηκα με τις πολεμικές τέχνες.
Διαπί­στωσα ότι υπάρχουν και άλλες δυνάμεις μέσα μας, για να μπορείς να έχεις τα αποτελέσματα που ξεφεύγουν από τη συνήθη δυνατότητα.
Άρχισα να διαβάζω και να ασχολούμαι με τον αποκρυφι­σμό.
Ωστόσο δεν μου συνέβησαν συνταρακτικά πράγματα... ώσπου ήλθε κάποιος μάγος επάνω, ο οποίος με μύησε στον εργαστηριακό πνευματισμό, στο δόγμα της υψηλής τελετουρ­γίας, στο σατανισμό πάσης φύσεως...
Από εκεί και πέρα πλέον ασχολήθηκα με πάθος. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κάλεσα δαιμόνια και ήλθα σε συνεργασία μαζί τους.
Ξεκίνησα από τις πολεμικές τέχνες, ασχολήθηκα με τον ταοϊσμό... τα μυστήρια της ανατολής διδάσκουν ότι για να μπορέσεις να φθάσεις σε κάποια επίπεδα, πρέπει να ανακαλύψεις τις δυνάμεις εκείνες, τόσο τις εσωτερικές, όσο και τις δαιμονικές, να κατορθώσεις κάποια πράγματα, που είναι έξω από τη φύση και την δυνατότητα τού ανθρώπου.
Με αυτό το σκεπτικό, να ανακαλύψω τις εσωτερικές δυνάμεις, άρχισα να ασχολούμαι με τον αποκρυφισμό. Αργότερα ήρθε ο Άγγλος και με βρήκε στα 17 μου χρόνια.
Είχα 4 χρόνια ασχοληθεί θεωρητικά, πρακτικά δαιμονι­ζόμαστε με ένα συλλογικό πνευματισμό. Κάναμε μία ομάδα ανθρώπων, που προσανατολιζόμαστε σ' αυτό το χώρο....
Μετά τη μύηση και τη γνωριμία με τον Άγγλο, υπήρχε πραγματι­κή εκπαίδευση, σχετική με τα φρονήματά μας και εισήχθηκα στη νεοειδωλολατρεία. Έμαθα να καθαγιάζω τα σκεύη... τους κύκλους επίκλησης, τις ονομασίες δαιμόνων, να κάνω επικλήσεις..
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί συχνάζουν σε πάρα πολλούς χώρους.
Πρώτα απ' όλα είναι τα βιβλιοπωλεία που υπάρχουν στην Αθήνα, που άμα πάει κανείς που δεν έχει ιδέα, θα δει του κόσμου τα βιβλία με καθαρά αποκρυφιστικό περιεχόμενο, που είναι το δόλωμα.
Αρχίζει να ενδιαφέρεται κανείς, από τη γιόγκα μέχρι τη πρακτική μαγεία. Τα βιβλία εκείνα μπορεί να μη δίνουν τη γνώση που χρειάζεται, αλλά είναι αυτό που σε βάζει σε κάποιο πειρασμό να σταθείς περισσότερο σ' αυτούς τους χώρους.
Τότε αρχίζεις πλέον να εισάγεσαι σε κέντρα, τα οποία καλλιεργούν όλη αυτή την ανάγκη και ανάλογα με τις γνωριμίες, την οικονομική κατάσταση και τη διαχυτικότητα που έχεις, αρχίζεις και κινείσαι ποικιλοτρόπως.
Ο ένας μπο­ρεί να γίνει μασόνος, ο άλλος μέντιουμ, κάποιος άλλος μπο­ρεί να πάει σε κάποια κυκλώματα και ν' αρχίσει να πέφτει στον επαγγελματισμό.
Να γίνουν αστρολόγοι, μέντιουμ και μη ξεχνάτε ότι ο καλύτερος πόλος έλξης να περάσουν τις δαιμονοδιδασκαλίες... είναι τα σύγχρονα μαντεία, με τον τρόπο που προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα. Είναι τρόπος εκμετάλλευ­σης τού σύγχρονου ανθρώπου.
Τα κόμικς προετοιμάζουν τα μικρά παιδιά στο να δε­χθούν ότι υπάρχουν πνεύματα, ότι η δύναμη και το αποτέ­λεσμα έρχεται μέσα από τη χρήση μαγικών βοτάνων και ειδικών ουσιών, ότι με τη μαγεία μπορείς να επιφέρεις απο­τελέσματα. Θα έλεγα, είναι ένας παιδαγωγικός τρόπος να μυηθούν τα μικρά παιδιά....
Πρώτα είναι η γνωριμία. Αρχίζει η πλύση εγκεφάλου με τη φιλοσοφία. Κατόπιν έρχεται ο εντυπωσιασμός με διάφορα σατανιστικά έργα.
Με την εξάρτηση της ψυχής που γίνεται μέσα από την υπόδειξη, με την αφοσίωση στο δάσκαλο με αίμα, με πράξεις ανήθικες, με εξευτελισμό της προσωπικότη­τας.
Κατόπιν αρχίζει να λαμβάνει κάποια φυλαχτά, κάποια υλικά στοιχεία επεξεργασμένα από το μάγο, δήθεν για να σε προστατέψουν στο χώρο... όμως στην ουσία γίνεσαι υποχείριο τού μάγου και των δαιμόνων.
Όμως δεν γνωρίζεις ότι αυτό γίνεται για να σε εγκλωβίσουν... τον υπνωτίζουν, τον βλέπει σε ζωώδη κατάσταση απέναντι στο Δάσκαλο, πως μιλάς στο σκύλο και σ' ακολουθεί χωρίς αντίρρηση.
Όμως στη διαδικασία τού απολύτου εγκλωβισμού χρησι­μοποιούνται και άλλα πιο δραστικά μέσα:
Η χρήση ναρκωτικών είναι σε ημερησία διάταξη και η πορνεία των κοριτσιών επιβάλλεται ως εντολή του Διαβόλου.
Οι σατανιστές κάνουν ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αφιερώνουν την ψυχή τους στο Διάβολο και με την αφιέρωση χρειάζεται αίμα, που θα θυσιαστεί γι' αυτό το λόγο.
Αίμα προσωπικό του κοριτσιού, που γίνεται σε κά­ποιες ορισμένες ημερομηνίες.
Μάλιστα γίνεται κάτω από ειδικές αστρολογικές ώρες (ζωδιακοί δαίμονες). Δεν υπάρχει μέση οδός. Να κάνω κοσμική ζωή και να αμαρτάνω και να πολεμήσω το Διάβολο. Είναι πλάνη αυτό.
Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που θα αποποιηθεί το Σατανά, από εκεί και πέρα πρέπει να είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει αυτό. Δεν υπάρχει μέση οδός γι' αυτούς τους ανθρώπους. Γι' αυτό και κανένας, ή σπάνια περίπτωση να ξεφύγει κάποιος, γιατί δεν υπάρχει μετάνοια.
Όχι γιατί είναι αδια­νόητο ή αδύνατο, είναι λίγοι εκείνοι που πραγματικά θα τους φωτίσει ο Θεός να καταλάβουν, ότι μόνο δια των αγιαστικών μυστηρίων θα γλυτώσουν.
Διότι αν δεν είναι συγκοινωνός ο άνθρωπος μετά του Θεού δια των μυστηρίων, είναι σε κοινω­νία με το Διάβολο.
Δεν υπάρχει μέση λύση.
Τα ψυχιατρεία έχουν γεμίσει και οι αυτοκτονίες είναι στην ημερησία διάταξη.
Στους ανθρώπους που ασχολούνται με το χώρο αυτό, όσο και αν φαίνεται τραγικό, είναι πραγματικότητα.
Όταν ασχολήθηκα με τις δαιμονικές δυνάμεις, είχα οπα­δούς, συμπαρέσυρα άτομα, έκανα πάρα πολλά πράγματα. Πήγα σε μυστικές εκκλησίες και μάλιστα έκανα και διαλέ­ξεις (σε μυημένους ανθρώπους).
Η μεταστροφή μου ήλθε, γύρισα στο χώρο της Εκκλησίας με τη χάρη του Θεού έγινα Ορθόδοξος, κατάλαβα την αξία της Ορθοδοξίας....
Μεγάλω­σα και έζησα στην Ελλάδα, αλλά δεν ήξερα τι είναι Ορθοδο­ξία.
Ο Θεός ίσως ήξερε τη μεταστροφή μου και δεν είμαι σήμερα σ' ένα ψυχιατρείο ή στο χώμα. Και μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα.
Δεν έχουν γλυτώσει, όχι ελάχιστοι, μπορώ να πω διεθνώς πάρα πολύ λίγοι είναι αυτοί και αυτοί ακό­μα παραπαίουν...




<>







Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς της Σερβίας: «Πρόσφατα κρέμασαν ἕνα ἄνθρωπο στόν τόπο μας γιά ἔγκλημα. Ἐκεῖνος, πρίν πεθάνη, μετάνιωσε βαθειά καί εἰλικρινά! Ἔκλαιγε καί ὀδυρόταν γιά τήν κακή του πράξι. Τόσο πολύ προσευχόταν στό Θεό κατά τή διαδρομή πρός τήν κρεμάλα, πού ὅταν ἔφθασε κάτω ἀπ᾽ τήν κρεμάλα, ὑποκλινόταν στούς ἀνθρώπους γύρω του φωνάζοντας: “Συγχωρῆστε με ἀδέλφια, συγχωρῆστε με!”. Ὅλοι δάκρυσαν. Φίλησε πολλές φορές τό χέρι τοῦ ἱερέα καί τό σταυρό καί τρεμάμενος ὁλόκληρος παρακαλοῦσε: “Πάτερ, προσευχήσου στό Θεό, νά μέ συγχωρέση!”. Κάποιος ἀπ᾽ τούς παρισταμένους μᾶς διηγιόταν μετά ὅτι αἰσθάνονταν, σάν νά ἀποχαιρετοῦσαν πρός τόν ἄλλο κόσμο ὄχι ἕνα ἐγκληματία ἀλλά ἕνα Ἅγιο! Τόσο εὔκολα μπορεῖ νά ἀλλάξη ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς μετάνοιας!»(ΔΦ, 166).

<>






«Ἀπ᾽ τά πρῶτα χρόνια πού [ὁ π. Χρυσόστομος Γιαλούρης, μετέπειτα Μητροπολίτης Χίου] ἦρθε στόν Πειραιᾶ τόν ἀπασχόλησαν σοβαρά οἱ ἄνθρωποι πού γέμιζαν κάθε βράδυ τά κακόφημα bars τῆς Φίλωνος-Νοταρᾶ καί τό χῶρο τοῦ λιμανιοῦ.
Ἔτσι ἀποφάσισε μαζί μέ τρεῖς σοβαρούς καί ἡλικιωμένους Χριστιανούς καί ἕνα βράδυ ἐπισκέφθηκαν τά bars. Μπροστά ὁ π. Χρυσόστομος καί οἱ λαϊκοί πού τόν πλαισίωναν ἀπό κοντά. Πέρασαν τήν εἴσοδο τῶν πρώτων bars. Ὅταν τόν εἶδαν οἱ θαμῶνες ταράχθηκαν.
Τούς καλησπέρισε, ζήτησε νά σταματήσουν γιά λίγο τό χορό καί τή μουσική, τούς εἶπε δυό καλωσυνάτα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καί τούς συμβούλευσε νά ἔχουν ἐπικοινωνία μέ τό Χριστό, πού εἶναι ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη.
Τούς καληνύχτισε λέγοντας: “Συνεχίστε τή διασκέδασί σας”. Ἀπό αὐτές τίς ἐπισκέψεις στά bars περίπου 12 γυναῖκες κατέφυγαν στήν Ἐκκλησία  γιά ἐξομολόγησι.
Αὐτό πού ἔκανε ὁ π. Χρυσόστομος δέν μπορεῖ νά τό κάνη ὁ καθένας, γιατί πρέπει νά εἶσαι ἀνάστημα πνευματικό καί ὁ π. Χρυσόστομος ἦταν κάτι ξεχωριστό μέσα στόν Κλῆρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»(ΜΙ, 18).

INS. YT.


<>





Ήρθε ένας φαρμακοποιός Νικόλαος, με την γυναίκα του. Μου είπε η γυναίκα του: «Δεν έχουμε παιδιά, αλλά ο άντρας μου δίνει φάρμακα χωρίς να παίρνη λεφτά. Του λέω ότι θα κλείση το φαρμακείο μας. «Ευλογεί ο Θεός», μου λέει. Μόνο, π. Ιάκωβε, που δεν βαφτίστηκε».

Του είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστή, το λέει το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εις πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», αλλοιώς δεν έχουμε ζωήν αιώνιον. Και μου λέει:

–Τι με κωλύει να με βαπτίσετε; Νερό έχετε, βάλτε μια κολυμβήθρα, πέστε τα γράμματα!

Τον έστειλα με έναν ευλαβή γνωστό μου στον Δεσπότη της περιοχής του, για να τον αναθέση σε κάποιον Ιεροκήρυκα, πατέρα της Εκκλησίας, να τον κατηχήση και μετά, αν θέλη ο άνθρωπος να βαπτιστή, να τον βαπτίσωμε.

Πήγαν στον Δεσπότη, τον έστειλε σε έναν Ιεροκήρυκα και μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ο Δεσπότης ένα έγγραφο, με την άδειά του να τον βαπτίσουμε.

Ήταν της Πεντηκοστής που θα τον βαπτίζαμε. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας ήρθε ένα παιδάκι 10 ετών και μου λέει ότι ο Νικόλαος έφυγε. Άφησε την γυναίκα του στο Μοναστήρι που ήταν και είχε φτάσει ήδη στον Αγιόκαμπο.

(Αμέσως προσευχήθηκα): «Παναγία μου! Εγώ χάρηκα που θα βαπτιστή και θα γίνη Χριστιανός. Παναγία μου! βάλε το χέρι σου. Σκέπασέ τον με την σκέπη σου την αγία, το άγιό σου μαφόριο και γύρισέ τον πίσω. Άγιέ μου Δαυΐδ! εμείς κάναμε τόσα για τον άνθρωπο αυτόν…».

Ξαφνικά, σε ένα τέταρτο, τον βλέπω στο Ιερό μέσα, βάζει μια μετάνοια:

–Σε ζητώ συγγνώμη, πάτερ μου. Σηκώνει το στιχάρι και φιλάει τα πόδια μου…

–Τι κάνεις τώρα και με φιλάς τα πόδια και θα σκανδαλιστούν και οι άλλοι!

–Σας ζητώ συγγνώμη που έφυγα. Με πείραξε ο διάβολος. Μου έλεγε: «Θα σε βάλουν κάτω από τον πολυέλεο, θα σε ξεντύσουν, θα σε βλέπη ο κόσμος. Τριακόσια άτομα θα σε βλέπουν γυμνό!».

–Ποιος, παιδί μου, σου είπε ότι θα σε βλέπωμε γυμνό;

–Ο διάβολος!… Αφού πήγα στον Αγιόκαμπο, βλέπω μια σκοτεινιά μπροστά μου, ένα εμπόδιο και λέω: «Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανένας παπάς, δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία να μπω μέσα να βοηθήση να πάω πίσω στον όσιο Δαυΐδ;

Έστω και ένας κοσμικός να μου πη να γυρίσω! Πού βρίσκομαι!…». Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να μου λέη: «Νικόλαε, γύρισε σύντομα στον Όσιο Δαυΐδ, να πας να βαπτιστής». Βλέπω μια σκιά σαν καλόγερο. (Σκέφθηκα): «Πώς να πάω να αντικρύσω τον π. Ιάκωβο μετά από αυτό που έκανα;». (Τελικά επέστρεψα).

Τον καθησύχασα και του είπα ότι δεν θα τον βαφτίσουμε στην μεγάλη εκκλησία και ούτε θα είναι τελείως γυμνός. Έτσι και έγινε και ήμασταν τρεις ιερείς, η γυναίκα του και ο νουνός, στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.

Μετά την βάπτιση ευωδίαζε το εκκλησάκι για 15 μέρες. Ο άνθρωπος συνεχίζει να κάνη τις ελεημοσύνες του, αλλά τώρα μεταλαμβάνει και είναι μέσα στην Εκκλησία.

Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)»
Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη»

https://www.askitikon.eu/agiologio/ofelima-psychis/63399/avaptistos-farmakopios-ti-me-kolyi-na-me-vaptisete-nero-echete-valte-mia-kolymvithra-peste-ta-grammata/

<>



 
 
Ἦταν κάποτε ἕνας μοναχός πού προχωροῦσε στό δάσος καί ξαφνικά περνάει ἕνας ἄνδρας τρέχοντας.
Μετά ἀπό λίγη ὥρα περνάει καί ἕνας ἄλλος ἄντρας πού κρατάει ὅπλο καί ρωτάει τό μοναχό.
—Πρίν λίγο πέρασε ἕνας τύπος ἀπό ἐδῶ, ποῦ πῆγε;
Ἐκεῖνος δέν ἀπάντησε.
—Λέγε!, τοῦ φώναξε.
—Δέν θέλω νά σοῦ πῶ.
Ὁ ἄνδρας τά ἔχασε.
Ἔστριψε τό πιστόλι του νά ρίξη στό μοναχό.
—Τί ἐννοεῖς;
—Ἄν σοῦ πῶ ποῦ πῆγε θά τόν σκοτώσης, ἄν σοῦ πῶ ψέμα πώς πῆγε ἀπό ἀλλοῦ θά ἁμαρτήσω ἄρα σοῦ λέω μιά ἀλήθεια, πώς δέν θέλω νά σοῦ πῶ.
Ὁ μοναχός προτίμησε νά πεθάνη παρά νά πῆ ψέματα! Μά ὁ ἄνδρας τά ἔχασε... Πέταξε τό ὅπλο ζήτησε συγχώρεσι καί ἔγινε μετά ἀπό καιρό μοναχός.


INS. YT.

<>






Η μεταστροφή του Οσίου Βαρσανουφίου της Όπτινα της Ρωσίας (+1913) από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Ἰδού καί ἡ ἐπίδρασι στήν ψυχή τοῦ μετέπειτα Στάρετς Βαρσανουφίου: «Σπούδασε στήν σχολή Εὐελπίδων καί ἔγινε ἀξιωματικός τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ. Στά καθήκοντά του συμπεριλαμβάνονταν: νά ὀργανώνη δεξιώσεις, χορούς, φεστιβάλ μουσικῆς, χαρτοπαιξίες κ.ἄ.. Μά ὅλα αὐτά τόν κούραζαν ψυχικά. 
Ἐνῶ ζοῦσε στήν κατάστασι αὐτή, ἔτυχε νά παρακολουθήση τή θεία Λειτουργία, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης. Ἐνῶ, λοιπόν, στεκόταν καί προσευχόνταν, ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης — ἀμέσως μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων— διέκοψε τήν θεία Λειτουργία, βγῆκε ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, κατευθύνθηκε πρός τό νεαρό ἀξιωματικό, ἔσκυψε, τοῦ φίλησε τό χέρι, καί ξαναγύρισε σιωπηλός στό Ἱερό. Πολλοί, πού ἤξεραν τό προφητικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, ἄρχισαν νά λένε: ὁ νεαρός αὐτός θά γίνη κληρικός. Οἱ συζητήσεις ἔκαναν τόν Παῦλο Πλεχάνκωφ [τόν μετέπειτα στ. Βαρσανούφιο] νά νευριάζη. Δέν ἤθελε τότε, οὔτε νά τό ἀκούη κάτι τέτοιο! Καί, ὅμως, ἔγινε, ὄχι ἁπλῶς κληρικός ἀλλά ἱερομόναχος»(ΣΒ, 9). 
Ἔλεγε, μάλιστα, ὁ ἴδιος: «Ὅποιον δέν φροντίζει ὁ ἴδιος νά σωθῆ, καλό εἶναι νά τόν βάλουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τό ζόρι»(ΣΒ, 13) καί ἐννοοῦσε νά τόν σπρώξουμε στήν ἀρχή πρός τήν πίστι.

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


INS. YT,

<>





Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν της Ιαπωνίας (+1912) και οι μεταστροφές των Ιαπώνων μυστικών πρακτόρων στην Ορθοδοξία

Τον Δεκέμβριο βαπτίσθηκαν ακόμη δέκα πρόσωπα. Η κατασκόπευση πάντως των κινήσεων του Ορθόδοξου ιερομονάχου δεν μειώθηκε. Το πρόσωπό του έγινε αντικείμενο ποικίλων φημών μεταξύ όλων των τάξεων του λαού. Άλλοι τον θεωρούσαν πράκτορα· μερικοί έλεγαν ότι απέβλεπε στην κατάκτηση της συμπάθειας των Ιαπώνων για να διευκολύνει την κατάλληλη στιγμή τα στρατιωτικά σχέδια των Ρώσων. Ορισμένοι πίστευαν ότι ανήκε στη Ρωσική αυτοκρατορική οικογένεια. Για να διασκεδάσει τις υποψίες περί πολιτικών σκοπιμοτήτων των ενεργειών του ο π. Νικόλαος έστειλε υπόμνημα στο Υπουργείο Εξωτερικών, διαβεβαιώνοντας ότι οι Χριστιανικές διδασκαλίες που κήρυττε δεν απέβλεπαν κατά κανένα τρόπο στην υπονόμευση της νομιμότητος και του πατριωτισμού των Ιαπώνων. Η διάλυση όμως των φόβων των αρμοδίων δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση.

Διάφοροι πράκτορες της αστυνομίας συνέχισαν να παρακολουθούν τα μαθήματα του Ρώσου Ιερέα. Ακόμη όμως και σ’ αυτό το τραχύ σώμα των Ιαπώνων πρακτόρων ο λόγος του Θεού είχε δραστικότητα. Ένας απ' αυτούς όχι μόνο έγινε Χριστιανός, αλλά συνέταξε ειδική αναφορά υπέρ της επίσημης αναγνωρίσεως του Χριστιανισμού, την οποία προσπάθησε, παρά τις αντιρρήσεις του Όνο, να προωθήσει μέχρι τον αυτοκράτορα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, καθώς φαίνεται, η αναφορά εκείνη παραπέμφθηκε στα αρχεία της πρώτης κρατικής υπηρεσίας που την έλαβε, η μεταστροφή του δείχνει την επίδραση του Ορθόδοξου ιερέα και της διδασκαλίας του. Εκτός από τις άμεσες αυτές μεταστροφές, φαίνεται ότι και άλλες μυστικές ζυμώσεις γίνονταν στις ψυχές των Ιαπώνων κατασκόπων. Μετά πενταετία ένας σπουδαστής της Θεολογικής Σχολής, που ίδρυσε ο π. Νικόλαος μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ομολόγησε στον τελευταίο ότι αρχικά είχε σταλεί από την ιαπωνική αστυνομία για να τον κατασκοπεύσει.



<>







Rin Yamashita, Ιαπωνία (1857-1939): Η Ιαπωνέζα ζωγράφος, καταγώμενη από οικογένεια Samurai, η οποία βαπτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή από τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912)

Η Rin Yamashita γεννήθηκε το 1857 σε μία φτωχή οικογένεια Samurai στην πόλη Kashima της Ιαπωνίας. Σαν μικρό κορίτσι, της άρεσε η γλυπτική και η ζωγραφική. Όταν η Rin ήταν 16, πήγε στο Tokyo να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί συνάντησε τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν τον Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912) και ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την Ορθόδοξη Πίστη. Μερικοί από τους Ιάπωνες φίλους της στο Tokyo ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η Rin βαπτίστηκε και της δόθηκε το Ρωσικό όνομα Irina (Rin).

Η Irina αγάπησε την Ρωσική τέχνη, ειδικά το έργο του Ivan Kramskoy ο “Χριστός στην Έρημο”.

Εκείνο τον καιρό, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Tokyo δεν είχε Ι. Εικόνες και υπήρχε ανάγκη για μία σχολή αγιογραφίας. Ο Επίσκοπος Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν είδε πόσο ταλαντούχα ήταν η Irina και την έστειλε στην Αγία Πετρούπολη να σπουδάσει αγιογραφία.

Το κλίμα της Αγίας Πετρούπολης ήταν πολύ δύσκολο για την Irina και ήταν συχνά άρρωστη. Όμως ήταν καλή μαθήτρια και μάθαινε γρήγορα. Το αγαπημένο της μέρος στην Αγία Πετρούπολη ήταν το Μουσείο Hermitage.

Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν έστελνε γράμματα στην Irina για να την ενθαρρύνει. Έλεγε στην Irina πως θα γίνει μία εξαιρετική αγιογράφος.

Το 1883 η Irina επέστρεψε στην Ιαπωνία. Ζωγράφισε Ι. Εικόνες για την Εκκλησία και δίδαξε πολλούς μαθητές. Με την βοήθεια της, πολλοί Ιάπωνες έμαθαν να κατανοούν και να αγαπούν την Ρωσική παράδοση και τέχνη. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που ζωγράφισε δόθηκε στον Τσάρο Νικόλαο τον Β´ όταν αυτός επισκέφτηκε την Ιαπωνία το 1891.

Η Irina πέθανε το 1939. Δυστυχώς, πολλές Ι. Εικόνες που σχεδιάστηκαν από την Irina Yamashita χάθηκαν σε έναν σεισμό. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που δόθηκε στο Τσάρο Νικόλαο τον Β´ φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Hermitage.



<>









Nilus Stryker, ΗΠΑ - Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία μέσω Βουδισμού



Γράφει ὁ Nilus Stryker, ΗΠΑ: «Ἕνα ἀπόγευμα στά τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 1999, πῆγα στό βωμό μου γιά τήν τακτική ἡμερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα νά ἀρχίζω μέ ἕνα γιόγκικο τραγούδι, ἔλεγα τήν προσευχή mantra καί μετά ἔκανα καθιστική σιωπή. Ἄναψα τά κεριά στό βωμό μου καί ἀφοῦ τελείωσα τό τραγούδι καί τήν προσευχή μου, προχώρησα στήν ἄσκησι σιωπῆς. Δέν μπορῶ νά πῶ πόση ὥρα ἀκριβῶς καθόμουν ἔτσι, ὅταν ἄκουσα ὁλοκάθαρα τήν φωνή μου νά ξεστομίζη, μέ δικά μου λόγια, “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς”. Τό εἶπα μεγαλόφωνα. Ἔμοιαζε σάν νά βγῆκε μέσῳ ἐμοῦ καί ὄχι σάν νά τό πρόφερα ἐγώ ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο γιά ἔξωθεν φωνές. Ἦταν ξεκάθαρο πώς ἐγώ τό εἶπα. Ὅταν εἶπα “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς” αἰσθάνθηκα νά γεμίζω μέ μιά λαχτάρα. Δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ὀνομάσω. Ἄλγος. Πονοῦσα μέσα μου. Αἰσθανόμουν αὐτό τόν ἀπόλυτο νόστο (: νοσταλγία ἐπιστροφῆς) καί δέν τό πίστευα…

Σίγουρα θά εἶχε σχέσι μέ τή Χριστιανοσύνη τῶν παιδικῶν μου χρόνων… Ἄν καί οἱ γονεῖς μου ἦταν νομιναλιστές Χριστιανοί, εἶχα ἀνατραφῆ ὡς Πρεσβυτεριανός λόγῳ τῆς κοντινῆς ἀποστάσεως τῆς ἐκκλησίας ἀπ’ τό σπίτι μας. Οἱ γονεῖς μου πάντως δέν ἦταν ἀπ’ αὐτούς τούς φανατικούς καί ἐπικριτικούς Χριστιανούς…

Ἐκείνη τή νύκτα, στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα, ξύπνησα ἀπό μιά “παρουσία” μέσα στό δωμάτιό μου. Ἀνησύχησα, μήπως κάποιος εἶχε μπεῖ κρυφά μέσα στό σπίτι. Βγῆκα ἀπ’ τό κρεββάτι καί ἔλεγξα ὅλα τά δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Δέν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος (ἐκτός ἀπ’ τή σύζυγό μου) μέσα στό σπίτι καί αὐτή κοιμόταν βαθειά. Ἀποφάσισα —μιᾶς καί ξαγρύπνησα— νά κάνω καμμία ἄσκησι, ἔτσι πῆγα στό βωμό μου στό ἀτελιέ μου. Ἔκανα διαλογισμό γιά περίπου 30-45 λεπτά καί ἐπέστρεψα στό κρεββάτι μου. Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔλεγξα ἄν ὅλες οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες καί κάπως διστακτικά ἔρριξα μιά ματιά σ᾽ ὅλο τό σπίτι, μήπως καί βρῶ κάτι πού νά ἐξηγοῦσε ἐκείνη τήν “παρουσία”. Κατοικίδια δέν ἔχουμε, ὁπότε, ρώτησα τή Νταϊάν ἄν εἶχε σηκωθῆ τή νύκτα γιά κάποιο λόγο. Κοιμόταν συνεχῶς…

Ἐπί μία ἑβδομάδα, [ἡ “παρουσία”] μέ καλοῦσε νά ξυπνήσω στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα. Ἄρχισα νά τρομάζω λιγάκι. Δέν διέθετα καμμία ἐξήγησι γι’ αὐτά τά ὁποῖα συνέβαιναν καί καμμία ἀπολύτως ἰδέα γιά τό πῶς νά τό χειρισθῶ. Παραδέχθηκα πώς ἦταν κάτι πέραν ὅλων ὅσα εἶχα βιώσει καί ἤλπιζα πώς θά μέ βοηθοῦσε ὁ δάσκαλός μου νά καταλάβω καί νά ἀντιμετωπίσω τίς ἐμπειρίες μου. Ἄν κάποιος θά μποροῦσε νά ξέρη τί ἦταν αὐτό πού μοῦ συνέβαινε, θά ἦταν αὐτός. Τελικά, ἐπικοινώνησα μέ τό δάσκαλό μου στήν Οὐαλία καί τοῦ ἀφηγήθηκα ὁλόκληρη τήν σειρά τῶν ἐμπειριῶν μου. Μοῦ ἔδωσε τό ὄνομα μίας θεότητος τοῦ Θιβέτ τήν ὁποία μποροῦσα νά ἐπικαλεσθῶ, καθώς καί μιά προσευχή-mantra πού συσχετιζόταν μέ ἐκεῖνο τό “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” (τό sangha μας (: τό βουδιστικό μας τάγμα) χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” ἐν ἀντιθέσει μέ τόν παραδοσιακό ὅρο “θεότητα”). Μοῦ εἶπε πώς ἄν συνέχιζαν οἱ ἐμπειρίες, νά κάνω τήν ἄσκησί μου καί νά ἀπαγγείλω τήν προσευχή-mantra τήν ὁποία μοῦ εἶχε δώσει.

Ἐκεῖνο τό βράδυ μέ ξύπνησε πάλι ἡ αἴσθησι μιᾶς “παρουσίας”. Πῆγα στό βωμό μου καί ἄναψα τά κεριά. Κάθησα σέ σιωπηλό διαλογισμό γιά λίγο, πρίν ἀρχίσω νά λέω τήν προσευχή-mantra καί νά καλῶ τή Βουδιστική θεότητα τήν ὁποία μοῦ εἶχαν ὑποδείξει νά χρησιμοποιήσω. Ἡ μεσιτεία του ἦταν ἰσχυρότατη. Ἐπικράτησε μιά βαθειά σιγή καί ἔνοιωσα μιά ἠρεμία καί γαλήνη πού διαπερνοῦσαν —μοῦ φάνηκε— τό δωμάτιό μου. Κάλεσα τό ὄνομα τῆς θεότητος ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Rinpoche (τιμητικός τίτλος γιά δάσκαλο Vajrayana πού στήν κυριολεξία σημαίνει Πολύτιμο Πετράδι). Πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, ἄκουσα μιά φωνή νά λέη “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἡ φωνή αὐτή. Μοῦ φάνηκε σάν τήν δική μου φωνή, παρότι δέν θυμᾶμαι νά ξεστόμισα ἐγώ ἐκεῖνες τίς λέξεις. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ μέ ἀκρίβεια ἄν ἡ φωνή αὐτή ἦταν ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική, πάντως ἦταν μιά φωνή πού εἶπε καθαρά καί χαρακτηριστικά “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”.

Ταράχθηκα συθέμελα. Καθόμουν ἀποσβολωμένος καί ἀμίλητος. Σηκώθηκα καί βγῆκα ἔξω ἀπ’ τό σπίτι. Πρέπει νά ἦταν τρεῖς καί μισή τά ξημερώματα καί ἕνα χλωμό φεγγάρι μόλις διακρινόταν πάνω ἀπ’ τόν ὠκεανό. Κάθισα στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας καί ἄρχισα νά κλαίω. Ὁ πόνος καί ὁ νόστος μέσα μου δέν εἶχαν μειωθῆ. Μᾶλλον εἶχαν φουντώσει περισσότερο. Εἶχα φθάσει στά ὅρια τῆς τρέλλας. Ἤμουν σίγουρος πώς κάτι συνέβαινε. Μόνο πού δέν ἤξερα τί. Ἔκλαψα μέ τήν καρδιά μου. Μέ λυγμούς. Τελικά, σήκωσα τό κεφάλι καί ρώτησα, “Ποιός εἶσαι;”.

Μόλις ξεστόμισα ἐκεῖνες τίς λέξεις, συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο… Μόλις πρόφερα ἐκεῖνες τίς λέξεις, γέμισα μ’ ἕνα ἁπαλό Φῶς. Ξέρω, εἶναι δύσκολο νά κατανοηθῆ, ἀλλά ἐγώ πράγματι γέμισα ἀπ’ αὐτό τό Φῶς. Δέν ἦταν “ὁρατό” μέ τή συνηθισμένη ἔννοια. Ἦταν μιά φωτεινότητα πού μέ γέμιζε. Δέν μπορῶ νά περιγράψω ἐκεῖνο τό Φῶς, οὔτε νά περιγράψω πῶς ἕνα φῶς μπορεῖ νά κουβαλάη “γνῶσι”, πάντως ἐγώ ἤξερα πώς ἕνα Φῶς εἶχε διεισδύσει μέσα μου καί μάλιστα μέ γνώριζε προσωπικά. Ξέρω πώς αὐτό ἀκούγεται ἀπίστευτο, ἀλλά συνέβη. Τό Φῶς ὄχι ἁπλῶς μέ γνώριζε ἐμένα, τό Nilus, τόν ἀψίθυμο γερο-παράξενο, πού ὅλα τά εἶχε θαλασσώσει, ἀλλά μέ ἀγαποῦσε κιόλας —μέ ἀγαποῦσε πραγματικά…

Τηλεφώνησα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγ. Τριάδος (ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ναός τῆς Ἀμερικῆς στό San Francisco). Τό τηλέφωνο τό σήκωσε ἕνας ἄνδρας καί τόν ρώτησα ἄν οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται στά Ἀγγλικά. Μοῦ ἀπάντησε μέ μιά βαρειά, Ρωσσική προφορά: “σέ σπαστά μόνο”. Ἔσκασα στά γέλια. Μέ καταγοήτευσε τό ἀνέκφραστο style τοῦ χιοῦμορ του. Σημείωσα τίς ὧρες τῶν Λειτουργιῶν καί τόν εὐχαρίστησα…

Ἔβρεχε καταρρακτωδῶς καί οἱ δρόμοι ἦταν σχετικά ἄδειοι. Ὁδήγησα μέχρι τήν πόλη τοῦ San Francisco καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ μιά ἀχνή εἰκόνα μιᾶς Ρωσσικῆς ἐκκλησίας μέ γαλάζιους τρούλλους στήν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλεως. Στό εὑρετήριο, ὁ Καθεδρικός Ναός εἶχε διεύθυνσι τήν ὁδό Γκρήν καί εἶχα τήν ἐντύπωσι πώς πήγαινα στή σωστή κατεύθυνσι. Κάποια στιγμή, ἐντόπισα τόν τροῦλλο καί τό σταυρό… Ποτέ δέν βρίσκεις χῶρο γιά στάθμευσι στή συνοικία ἐκείνη, ἔτσι, καθώς πλησίαζα, εἶπα μέσα μου: “ἄν καταφέρω νά σταθμεύσω, θά σταματήσω. Ἄν ὄχι, θά πάω στά hamburgers”. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό εἶπα, κάποιος ἔβαζε ὄπισθεν καί ἔφευγε ἀπό ἕνα χῶρο ἀπέναντι ἀπ’ τήν ἐκκλησία… “Ἐντάξει, ἐντάξει, θά πάω”.

Μπῆκα μέσα στήν ἐκκλησία τήν 7η Φεβρουαρίου 1999. Δέν τό ἤξερα ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀλλά ἦταν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου…

Ξαναπῆγα τήν ἑπομένη Κυριακή.

Ἄρχισα νά παρακολουθῶ τά λόγια τῆς Λειτουργίας. Πολύ σύντομα, ἄρχισα νά πηγαίνω σέ μερικές βραδινές ἀκολουθίες κι ἔμεινα κατάπληκτος μέ ὅσα ἀπαγγέλλονταν. Δέν εἶχα ξανακούσει γιά θεολογία πού τραγουδιόταν καί ψαλλόταν μαζί μέ τά ἀναγνώσματα. Ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅλο καί περισσότερο πώς ὑπῆρχε ἕνας Χριστιανισμός μέσα στήν Ὀρθοδοξία πού ἦταν πιό ἀπέραντος καί πιό βαθύς ἀπ’ ὅ,τι γνώριζα. Ἐπίσης, ἄρχισα νά ἀκούω ἀναφορές γιά τό Φῶς, τό Φῶς πού ἔμοιαζε νά ἔχη πολλά κοινά μέ τήν ἐμπειρία μου τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί πού Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ὑπῆρχε μέχρι καί μιά θεολογία πού ἀναγνώριζε τό Φῶς καί πού χρησιμοποιοῦσε αὐτό τό Φῶς ὡς περιγραφή γιά τό πῶς ὁ Θεός, ὁ Λόγος καί τό Ἅγ. Πνεῦμα καλεῖ καί ἀγαπᾶ… Ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι πιό ἄνετα μέ τίς λέξεις Θεός καί Χριστός…

Ὅσο περισσότερο πήγαινα στίς θεῖες Λειτουργίες, τόσο περισσότερο ἔνοιωθα πώς ἐδῶ ἦταν τό μέρος πού θά ἔνοιωθα ἄνετα ὡς Χριστιανός. Πρέπει νά καταλάβετε, ὅμως, πώς ποτέ δέν ἔκανα χρῆσι αὐτῆς τῆς λέξεως. Ἀκόμα ἀντιστεκόμουν. Ἀκόμα δίσταζα. Τριγυρνοῦσα σάν κλεφτης, στίς παρυφές τῆς Χριστιανοσύνης, τόσο μέσα στίς σκιές τῶν κεριῶν ὅσο καί στό φῶς. Κρατιόμουν μέ τό ζόρι νά μήν κάνω μετάνοιες ἤ νά σταυροκοπηθῶ… Σκέφθηκα πώς τό παράκανα… Ἤμουν ἀκόμα Βουδιστής, ἁπλῶς ἐπισκεπτόμουν τό Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἰδέα μοῦ ἐπέτρεπε νά συνεχίζω τόν ἐκκλησιασμό, χωρίς καμμία δέσμευσι… Ἕνα βράδυ, ἡ Μάτουσκα Βαρβάρα μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε ἄν ἤθελα νά μάθω πῶς νά κάνω τό σταυρό μου. Ὅταν ἀπάντησα “ναί”, ξάφνιασα τόν ἑαυτό μου.

Ξέρω πώς ἀκούγεται παράδοξο, ἀλλά τό σταυροκόπημα ἄλλαξε τό πῶς ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου καί πῶς ξεκίνησα νά λατρεύω ἔμπρακτα. Ἧταν τό πρῶτο σημεῖο τό ὁποῖο ἔκανα δημοσίως, σέ ἔνδειξι πώς ἐμπιστευόμουν τό Χριστιανισμό καί πώς ἄρχισα νά βλέπω τόν ἑαυτό μου ἐντός τοῦ Χριστιανικοῦ πλαισίου. Εἶναι δύσκολο νά ἐξηγηθῆ. Εἶναι μιά τόσο ἁπλή πρᾶξι, ἀλλά, κατά πολλούς τρόπους ἔγινε ἡ πρώτη μου πρᾶξι Χριστιανικῆς ἀποδοχῆς. Ἔγινε τό πρῶτο σημεῖο “ἐνδύσεως ἐν Χριστῷ”…

Ἡ Μ. Σαρακοστή εἶναι περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ἀξιολογήσεως. Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία ἀρχίζει ἕνα συλλογικό ταξίδι πρός τήν Ἰερουσαλήμ, μαζί μέ τό Χριστό. Ὁλόκληρο τό 40ήμερο μεταμορφώνεται σ’ ἕνα κοσμικό δρᾶμα, πού αἰωρεῖται μέσα σ’ ἕνα χρόνο πού σπανίως εἶχα βιώσει στό Βουδισμό. Ὁ χρόνος ἔμοιαζε νά σμικρύνεται σχεδόν ἀναλογικά μέ τό πόσο μεγάλωναν οἱ ἀκολουθίες. Κατά περίεργο τρόπο, ὁ χρόνος χρησιμοποιόταν γιά νά ἐξαφανίση τό χρόνο…

Ἕνα βράδυ… τά γόνατά μου λύγισαν… Κατάλαβα τόν ἑαυτό μου νά γονατίζη ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔνοιωσα φοβερά ἄσχημα πού συγκρατιόμουν τόσο καιρό… Ἔνοιωσα τόσο κορόιδο καί ὑπερόπτης βλάκας… Τά πάντα μέσα μου μοῦ εἶχαν πεῖ γιά τήν Μεγάλη Ἀγαθή Καρδιά τοῦ Χριστοῦ καί ἐγώ εἶχα ἀρνηθῆ τήν ἀγκαλιά Του… Ὅταν τό μέτωπό μου ἄγγιξε τό πάτωμα, τότε ὁ Θεός ἄγγιξε τήν καρδιά μου… Μέ ἔπιασαν λυγμοί… Ὅταν ὁ πατήρ Βίκτωρ πλησίασε νά θυμιατίση τήν εἰκόνα, ἤξερα πώς εἶχε ἀντιληφθῆ τό κλάμα μου… Δέν μποροῦσα νά σταματήσω… Ντράπηκα τόσο πολύ… Ἔνοιωσα τόσο ἐκτεθειμένος… Τριγύρω μου ἦταν ὁ κόσμος τόν ὁποῖο συναναστρεφόμουν σέ τακτική βάσι, ὅλες τίς τελευταῖες ἑβδομάδες. Μέ εἶχαν δεῖ αὐθάδη, μέσα στό Βουδισμό μου καί φαίνονταν νά κρατοῦν ἀπόστασι ἀπό μένα. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω πίσω. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω τό σταυρό μου καί νά συνεχίζω νά κάνω πίσω. Τώρα ἔβλεπαν τά γόνατά μου νά λυγίζουν καί τό μέτωπό μου νά ἀγγίζη τό ξύλινο πάτωμα καί ἐμένα νά κλαίω, καθώς ὁ Θεός μοῦ ράγιζε τήν καρδιά…

Μοῦ ράγισε τήν καρδιά ἐκεῖ, ἐπί τόπου… Μπορῶ νά σᾶς ὑποδείξω καί τό ἀκριβές σημεῖο… Μέ εἶχε καλέσει μέσα στή νύκτα. Εἶχε διεισδύσει μέσα μου σάν Φῶς. Τώρα, μοῦ ράγισε τήν καρδιά… Δέν μπορῶ νά τό ἐξηγήσω πιό καθαρά. Ὁ Θεός συνέτριψε τήν καρδιά μου καί τήν ὑπεροψία μου καί τήν μοναχικότητά μου καί εἶχε κάνει τή μοναξιά κάτι τό ἀδύνατο. Μέ κρατοῦσε μετέωρο μέσα στό χρόνο καί στήν Ἀγάπη, παρότι δέν μοῦ ἄξιζε οὔτε μιά κεραία ἀπό αὐτήν.
Τώρα ἤμουν διαλυμένος ἀπ’ τήν Ἀγάπη. Ἤμουν ζητιάνος. Εἶμαι ζητιάνος…

Ὁδηγοῦσα πάνω ἀπ’ τή γέφυρα τοῦ Κόλπου τοῦ San Francisco, ὅταν μοῦ ἦλθε ξαφνικά ἡ σκέψι πώς… ὑπῆρχε ἡ αἴσθησι τῆς βεβαιότητος πώς ἡ ἀπόφασί μου ἦταν σωστή. Ὀφειλόταν στήν περίεργη, γλυκόπικρη ἀνάμνησι τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ἀκόμα καί μέσα στήν στενοχώρια ἐκείνη, τό Φῶς ἦταν παρόν. Ἄρχισα νά θυμᾶμαι καί νά ἐπαναφέρω τά πάντα στή μνήμη μου, ἀπ’ τό μεταμεσονύκτιο κάλεσμα καί τήν ἀναζήτησι διαρρηκτῶν… Ὅλο τόν ξεχνάω τό Θεό. Αὑτό εἶναι τό κουσούρι μου. Εἶχα ξεχάσει τό Θεό ἐπί εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια…

Στίς 23 Μαΐου 1999 βαπτίσθηκα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀμερική».

Από το βιβλίο:

Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ

Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Αθήνα 2011


<>






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com